Δεν πρόλαβε να βάλει το φορτηγάκι στην αυλή και να κατέβει από αυτό. Μόλις που ακούμπησε το πόδι του στο δρομάκι του σπιτιού του, αισθάνθηκε μια παρουσία ακριβώς πίσω του.
«Τι διάβολο.....», γύρισε απότομα.
«Καλησπέρα, Γιάννη.», του ’πε η κυρία Μαρία που κάθονταν στο απέναντι σπίτι.
«Σιγά κυρά Μαρία! Με τρόμαξες!».
«Δεν το ’θελα, παιδάκι μου. Είπα να σε προλάβω, πριν μπεις στο σπίτι.».
Ο Τότας την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. Θυμόταν που, τις προάλλες, τον είχε δει μαζί με την Ρόζα, να μπαίνουν στο σπίτι του. Ποιος ξέρει, τι να ήθελε, τώρα, να του πει.
«Τι είναι το τόσο σημαντικό, που σε έβγαλε μ’ αυτό το κρύο έξω από το σπίτι σου και δεν μπορούσε να περιμένει;», την ειρωνεύτηκε.
«Ε, μωρέ παιδάκι μου. Μην με αποπαίρνεις. Εγώ σας μεγάλωσα σε αυτή τη γειτονιά, όλα τα παιδιά, μαζί με τα δικά μου και δεν σας ξεχωρίζω..... Εγώ.... μόνο το καλό σας θέλω κι εσύ μου μιλάς άσχημα.....».
«Συγγνώμη, κυρά Μαρία. Είμαι λίγο κουρασμένος. Μην με παρεξηγείς. Τι ήθελες;».
Μπορεί η γειτόνισσα να ήταν Η κουτσομπόλα του χωριού, στα λόγια της, όμως, υπήρχε αρκετή δόση αλήθειας. Με τα παιδιά της μεγάλωσε, στην ίδια γειτονιά, από το ένα σπίτι στο άλλο. Τότε δεν κλείδωναν οι πόρτες. Ήταν πάντα ανοιχτές, όπως ήταν ανοιχτές και οι καρδιές των ανθρώπων, όμως δεν ήταν ώρα να τα θυμάται αυτά.
«Ξέρεις άκουσα, σήμερα το πρωί.... για εκείνη την κοπέλα..... Να.... πως την λένε.... Αυτή, που ήταν τις άλλες εδώ έξω, σε σένα....».
«Άσε τον πρόλογο, κυρά Μαρία. Είμαι πολύ κουρασμένος και κάνει και πολύ κρύο. Ότι είναι να πεις, πες το γρήγορα.».
«Να, εχθές όλο το βράδυ, λένε, ήταν στο μπαρ, αυτού του χαζού, μωρέ, του Γρηγόρη και τα ’πινε.......μαζί, μαζί με τον Νώντα......και μετά πήγαν στο ξενοδοχείο......».
«Τι είπες;».
«Εγώ, παιδάκι μου, δεν είπα τίποτα...... Οι άλλοι λένε......».
«Κι εσύ να τα προλάβεις, να μην χάσεις, έτσι; Και τι να με νοιάζει εμένα τι κάνει αυτή, αρραβωνιασμένος άνθρωπος;».
«Είπα, μήπως σε ενδιαφέρει......».
«Δεν με ενδιαφέρει, κατάλαβες; Άντε τώρα τράβα στο σπίτι σου, να μην κρυώσεις, γριά γυναίκα.....».
«Καλά, παιδάκι μου..... Εγώ, ένα καλό ήθελα να κάνω......».
«Το ’κανες. Άντε τώρα.....».
Η κυρία Μαρία πήρε το δρόμο για το σπίτι της, μπήκε μέσα και πήγε κατευθείαν στο παράθυρο για να δει τι θα κάνει ο Τότας. Της είχε πει η Κατινίτσα, που έμενε κοντά στο μπαρ, ότι τα ξημερώματα που σηκώθηκε να πάει να φέρει λίγα ξύλα από την αποθήκη, για να ανάψει την σόμπα και να ξεκινήσει το μαγείρεμα, μέσα από το μαγαζί είχε βγει ο Νώντας, της Παρασκευούλας, με μια μικροκαμωμένη, που δεν την είχε ξανά δει και πήγαιναν κατά το ξενοδοχείο. Άλλος άνθρωπος, ξένος δεν είχε έρθει στο χωριό, θα το ’ξερε..... Άρα, η μικροκαμωμένη, ήταν η λεγάμενη που είχε έρθει στον Τότα, προχθές. Κάθισε αρκετή ώρα ακόμη στο παράθυρο να παρακολουθεί το σπίτι απέναντι. Μετά από κάμποση ώρα η καπνοδόχος του σπιτιού άρχισε να καπνίζει, σημάδι ότι δεν είχε σκοπό να βγει έξω. Έχασε το ενδιαφέρον της, πήγε στην κουζίνα κι έπλυνε τα πιάτα που είχε αφήσει, πριν βγει να του μιλήσει.
Ο Τότας, κόντευε να εκραγεί. Δεν πρόλαβε να γυρίσει την πλάτη του και η Ρόζα του έπαιζε παιχνιδάκια. Και με ποιον; Τον Νώντα! Αν ήταν ποτέ δυνατόν. Ο Νώντας! Ο φίλος του! Ο αδελφός του! Το φίδι το κολοβό! Άναψε την σόμπα κι έφτιαξε ένα τσάι. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, έβγαλε το κινητό και σχημάτισε τον αριθμό του Νώντα. Τα επόμενα πέντε λεπτά προσπαθούσε να μιλήσει μαζί του, αλλά η κλήση του ήταν σε προώθηση. Έβρισε δυνατά. Πήγε στο σαλόνι κι έπιασε το σταθερό. Το τηλέφωνο του ξενοδοχείου το βρήκε στον τοπικό κατάλογο και πήρε εκεί. Όταν το σήκωσε η κοπέλα που ήταν στην ρεσεψιόν και του είπε ότι η κυρία Νικολοπούλου, δεν ήταν εκεί, βρόντηξε, με τόση δύναμη, το ακουστικό πάνω στην συσκευή, που κόντεψε να το διαλύσει.
Μαζί θα ήταν και θα το ’καναν. Γι’ αυτό δεν σήκωνε κανείς τους τηλέφωνο. Θα τους έσπαγε τα κεφάλια, θα τους ξεκοίλιαζε.... θα...... θα..... Κόντεψε να του ’ρθει κόλπος. Πήγε ξανά στην κουζίνα, πήρε το τσάι του, μπήκε στο σαλόνι κι άναψε την τηλεόραση. Οι ειδήσεις, αυτή τη φορά δεν τράβηξαν το ενδιαφέρον του. Μπροστά στα μάτια του είχε την εικόνα της Ρόζας, γυμνής, μέσα στα χέρια του Νώντα. Ήθελε να βγει από το σπίτι και να πάει να τους βρει για να τους εξοντώσει, αλλά ήξερε ότι στο παράθυρο ήταν η κυρά Μαρία και δεν τόλμησε να ξεμυτίσει από εκεί που κάθονταν.
Όταν η κοπέλα της ρεσεψιόν είπε στην Ρόζα ότι, τη ζητούν στο τηλέφωνο, ζήτησε να πει ότι δεν ήταν εκεί. Δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανέναν. Εξάλλου, το προηγούμενο βράδυ τα ’ χε πει μαζεμένα στον Νώντα. Από το πως τον γνώρισε, πως τον ερωτεύτηκε και το πως κατέληξε να μάθει την αλήθεια. Για τα δυο χρόνια που πήγαν χαμένα.
Τώρα που έκανε αναδρομή της προηγούμενης βραδιάς, ένιωθε άβολα. Ο Νώντας ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον τύπος κι αυτό το κατάλαβε από την στάση που κράτησε. Στην αρχή προσπάθησε να δικαιολογήσει τον φίλο του, αλλά μετά την άκουσε με προσοχή. Στο τέλος, πριν την αφήσει στο ξενοδοχείο, της είχε πει κάτι, που όλη την ημέρα τριγύρναγε στο μυαλό της.
«Να κάνεις αυτό, που εσύ πιστεύεις ότι θα σε κάνει ευτυχισμένη. Μη στηρίξεις την ευτυχία σου, στο τι νομίζουν οι άλλοι ότι είναι σωστό για σένα. Ακόμη κι αυτοί που σε αγαπούν και θέλουν το καλό σου, μπορεί να μην έχουν τη σωστή άποψη και λύση.....».
Δεν του είχε απαντήσει. Τον ευχαρίστησε απλά, τον καλημέρισε κι ανέβηκε στο δωμάτιό της να κοιμηθεί. Δεν τα κατάφερε να το κάνει κι έτσι έμεινε στο κρεβάτι, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, να σκέφτεται ξανά και ξανά τα τελευταία λόγια του Νώντα.
Τώρα που έκανε αναδρομή της προηγούμενης βραδιάς, ένιωθε άβολα. Ο Νώντας ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον τύπος κι αυτό το κατάλαβε από την στάση που κράτησε. Στην αρχή προσπάθησε να δικαιολογήσει τον φίλο του, αλλά μετά την άκουσε με προσοχή. Στο τέλος, πριν την αφήσει στο ξενοδοχείο, της είχε πει κάτι, που όλη την ημέρα τριγύρναγε στο μυαλό της.
«Να κάνεις αυτό, που εσύ πιστεύεις ότι θα σε κάνει ευτυχισμένη. Μη στηρίξεις την ευτυχία σου, στο τι νομίζουν οι άλλοι ότι είναι σωστό για σένα. Ακόμη κι αυτοί που σε αγαπούν και θέλουν το καλό σου, μπορεί να μην έχουν τη σωστή άποψη και λύση.....».
Δεν του είχε απαντήσει. Τον ευχαρίστησε απλά, τον καλημέρισε κι ανέβηκε στο δωμάτιό της να κοιμηθεί. Δεν τα κατάφερε να το κάνει κι έτσι έμεινε στο κρεβάτι, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, να σκέφτεται ξανά και ξανά τα τελευταία λόγια του Νώντα.