«Τι κάνεις Ρούλα; Καλά είσαι;».
«Καλά είμαι Μήτσο μου, εσύ;».
«Καλά είμαι.... Ο Γιώργος τι κάνει; Στη Δράμα είναι, ναι;».
«Ναι, Δημήτρη. Στη Δράμα είναι.»
«Στη δουλειά είναι, ε;».
«Όχι, Δημήτρη μου, στο σπίτι.».
«Ήταν κουρασμένος και δεν ήρθε στο χωριό, ε;».
«Ναι. Κοιμάται τώρα.»
«Η μάνα σ’ στην Αθήνα τι κάνει;».
«Καλά είναι Μήτσο μου.».
«Θα ’ρθει για Χριστούγεννα, ε;».
«Ναι Μήτσο μου, θα ’ρθει.».
«Ο αδερφός σ’ τι κάνει; Θα παίξει τον αστυνομικό πάλι στην τηλεόραση;».
«Καλά είναι Δημήτρη μου κι αυτός. Όχι δεν θα παίξει ξανά στην τηλεόραση..... για μια φορά ήταν......».
«Αααα.... ξέρεις που ήμουν εγώ σήμερα;».
«Όχι Μήτσο μου.... δεν ξέρω.....».
«Να, πάνω στο βουνό ήμουν. Εκεί κοντά στον Άγιο Γιώργη και μάζευα κάστανα και ξέρεις ποιος άλλος ήταν εκεί;».
«Όχι, Δημήτρη δεν ξέρω......».
« Ήταν ο τάδε και μάζευε κάστανα και ο δείνα που έκοβε ξύλα και ξέρεις πήγα με τα πόδια και πιο ψηλά.....».
«Καλά βρε Μήτσο και δεν κουράστηκες που ανέβηκες εκεί πάνω;».
«Όχι, δεν κουράστηκα. Και πιο μακριά μπορώ να πάω.».
«Έμαθες τα νέα Ρούλα, σήμερα;».
«Όχι Μήτσο μου.... δεν τα έμαθα......».
«Να, στο βουνό σήμερα, ο Δημήτρης έδεσε μια θηλιά στο λαιμό του ..... και δεν θα τον ξανά δεις......».
«Τι λες Δημήτρη μου; Γιατί να θέλει να κάνει κάτι τέτοιο ο Δημήτρης; Γιατί να μη θέλει να τον ξανά δω; Γιατί;;;;;; Πες μου Δημήτρη μου, γιατί;;;;;;;;»
Σιωπή.......
«Δημήτρη.... πες μου σε παρακαλώ..... ».
Τίποτα..... ξανά σιωπή....
«Δεν μου μιλάς, αγόρι μου και με πληγώνεις..... Αλλά αυτό που με πληγώνει πιο πολύ, είναι που δεν μου το είπες νωρίτερα.......Ίσως να τον προλάβαινα...... Αλλά ποτέ, ξέρω..... ποτέ δεν θα μου το ’λεγε..... Όχι! Ο Μήτσος δεν έλεγε ποτέ τι τον βασάνιζε. Μόνο χαμογελούσε. Αυτό ήξερε να κάνει καλά...... και δεν κράταγε και κακία..... σε κανέναν. Ότι κι αν του ’καναν..... πάντα χαμογελούσε...... Ο Δημήτρης ήταν το παιδί με το χαμόγελο, που όπου τον καλούσαν πήγαινε να βοηθήσει....... Να μαζέψει σανό, να κουβαλήσει ξύλα....... Όργωνε όλο το χωριό με τα πόδια και ο κόσμος τον αγαπούσε...... και τον πείραζε.... καλοπροαίρετα, γιατί ο Μήτσος δεν παρεξηγιόταν ποτέ..... Ήξερε και το βουνό καλά..... όλα τα μονοπάτια και τα περάσματα..... Ήξερε ότι σε εκείνο το μέρος, θα ήταν μόνος ...... Δύσκολα θα τον έβλεπαν για να τον σταματήσουν, γιατί όλοι ήταν μαζεμένοι στην Παναγιά την Καστανούσα..... για να γιορτάσουν τα κάστανα και την αρχή του χειμώνα....... Ήξερε, επίσης, ότι εκεί δεν θα τον έβρισκαν αμέσως....... θα χρειάζονταν δυο μέρες...... η αστυνομία, η πυροσβεστική, ο ορειβατικός σύλλογος , ο ποδηλατικός σύλλογος...... και όλο το χωριό για να τον ανακαλύψουν........ ».
.......
Δεν ξέρω, αγόρι μου, τι ήταν αυτό που μαύρισε τόσο, την αθώα σου ψυχούλα, για να κάνεις κάτι τόσο σκληρό στον εαυτό σου..... αλλά αυτό που ξέρω, είναι ότι δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!!!!
Θα μου λείψεις Μήτσο μου! Θα μου λείψει το χαμόγελό σου, οι ερωτήσεις σου, η περιέργειά σου ..... η παρουσία σου....... Μέσα στο μυαλό μου, θα είσαι πάντα η χαρά της ζωής, άσχετα με τον τρόπο που διάλεξες να βάλεις τέρμα, στη δική σου ζωή!!!!! Ο Θεός, είμαι σίγουρη ότι κράτησε μια θέση για σένα στον Παράδεισο κι ας λέει η θρησκεία μας το αντίθετο για τους αυτόχειρες......... Εσύ ήσουν πάντα ένα γλυκό, αθώο αγγελούδι, για όλους μας!!!!!!!!!!!!!
Καλό ταξίδι, αγόρι μου!!!!!!!!!!!!