Η Πηνελόπη κοίταξε το ρολόι
στο κομοδίνο. Η πράσινη ένδειξη έδειχνε 1:20’. Πέταξε το πλεκτό από τα χέρια
της και πήρε το κινητό. Έκανε να σχηματίσει τον αριθμό του Οδυσσέα, αλλά το
μετάνιωσε. Δεν ήταν εκείνη που θα τον έπαιρνε πάλι στο τηλέφωνο για να τον
ρωτήσει τι ώρα θα γύριζε σπίτι. Ξετύλιξε το πάπλωμα από τα πόδια της, σηκώθηκε
και πήγε στο σαλόνι.
Ένα ποτήρι κρασί θα κάλμαρε
λίγο τα νεύρα της που ήταν κρόσσια εδώ και ώρα. Διάλεξε ένα κόκκινο από την
κάβα, το άνοιξε, πήρε ένα ποτήρι από το σκρίνιο, το γέμισε, κάθισε στον καναπέ
και ήπιε μια γουλιά. Έκλεισε τα μάτια της και απόλαυσε τη μεστή γεύση του. Το
υγρό κύλισε μέσα της κι έβγαλε έναν ήχο σχεδόν ηδονικό. Πάντα της άρεσε το
κρασί και ειδικά αυτή η ποικιλία. Η γεύση του την ταξίδευε πίσω και τη γέμιζε
με χαρά και νοσταλγία. Ήταν ένας ωραίος τρόπος να ξεχάσει τι βίωνε τα τελευταία
χρόνια. Ήταν η παρηγοριά στην ατέλειωτη μοναξιά της.
Ο Οδυσσέας θα αργούσε πάλι.
Δεν την απατούσε με την ακριβή έννοια του όρου. Και να ήθελε, δηλαδή, δεν είχε
το χρόνο να το κάνει. Κατανάλωνε όλη του την ενέργεια στη δουλειά του και στις
υποχρεώσεις που ‘χε δημιουργήσει για τον εαυτό του, χωρίς σε καμιά από αυτές να
συμπεριλαμβάνεται εκείνη. Δεν ήταν που δεν ήθελε ο ίδιος. Εκείνη ήταν που δεν
συμμερίζονταν όλα τα ενδιαφέροντά του. Το πρόγραμμα ήταν μονίμως γεμάτο.
Δουλειά το πρωί, ξεκούραση το μεσημέρι εάν δεν προέκυπτε κάτι έκτακτο, γραφεία
το απόγευμα για την επίτευξη του στόχου της ελευθέρωσης της χώρας από τους
κακούς δανειστές και μαθήματα διαχείρισης κρίσεων το βράδυ για τη σωτηρία
ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν, τσακίστηκαν ή οτιδήποτε προϋπόθετε μια κρίση.
Σπουδαία όλα αυτά. Η Πηνελόπη το γνώριζε εκ των έσω, αλλά τι γίνονταν με την
προσωπική σχέση;
Ήπιε ακόμη μια γουλιά και
αναστέναξε. Ήθελε να τον ακολουθήσει σε όλα αυτά που έκανε. Το ‘χε προσπαθήσει
μάλιστα, αλλά στην πορεία ανακάλυψε ότι έχαναν σιγά-σιγά το προσωπικό και
ιδιωτικό τους στοιχείο. Πάντα ήταν με τους άλλους, με τους μεν ή τους δε και
ποτέ οι δυο τους. Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που την απομάκρυνε από
όλους, ακόμη και από τον Οδυσσέα. Κλείστηκε στον εαυτό της, στα βιβλία της.
Διάβαζε συνεχώς, μέχρι που ανακάλυψε το πλέξιμο. Χαμογέλασε. Όνομα και πράγμα.
Η καρτερική Πηνελόπη με το υφαντό της περιμένοντας τον Οδυσσέα να γυρίσει από
την Τροία….. Άλλοτε ίσως να γέλαγε με την παρομοίωση, αλλά τη συγκεκριμένη
στιγμή ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της. Τον κατάπιε με μια γουλιά κρασί.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε
ήταν πολύ ερωτευμένοι οι δυο τους και διέθεταν ολόκληρα Σαββατοκύριακα χωρίς να
ξεμυτίσουν από το σπίτι ή από το δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου. Πότε ξεθώριασε
όλο αυτό; Δεν ήταν ότι δεν αγαπιόνταν. Υπήρχε αγάπη. Η σπίθα του έρωτα έσβησε.
Πότε όμως; Πώς ήρθε η καθημερινότητα και η ρουτίνα και φώλιασε ανάμεσά τους;
Ένα μυστήριο πράγμα! Δύο λεξούλες μόνο έχουν διαλύσει τους μεγαλύτερους έρωτες.
Ρουτίνα. Καθημερινότητα. Ποιος κατέχει το μυστικό που κρατά τη φλόγα πάντα
αναμμένη; Και μένει η φλόγα να φωτίζει, όταν σαν νερό τρέχει ο χρόνος και η
φθορά από πάνω της ραίνοντάς την; Θα έμενε, δεν μπορεί. Υπήρχαν ζευγάρια που το
κατάφερναν. «Βέβαια, η ζωή μαθαίνει στους ανθρώπους ότι για να κρατηθεί
οτιδήποτε χρειάζεται αγώνας έως την τελευταία ανάσα. Αν ρωτήσεις ένα παππού ή
μια γιαγιά είναι το μόνο που θα σου πει.», σκέφτηκε η Πηνελόπη.
Πήγε στην κουζίνα, άφησε το
ποτήρι στον νεροχύτη και κατευθύνθηκε ξανά στο κρεβάτι. Πήρε το πλεκτό στα
χέρια της και το ξήλωσε. Το πέταξε στο πάτωμα και ξάπλωσε. Έσβησε το φως και
προσπάθησε να κοιμηθεί, όμως ο ύπνος δεν υπήρχε κάτω από τα βλέφαρά της. Όσο ο
Οδυσσέας έλειπε, τόσο ξάγρυπνη έμενε η ίδια. Ψαχούλεψε για το κινητό της πάνω
στο κομοδίνο. Το βρήκε, το άνοιξε και έψαξε για την κλίση που δεν έλεγε να
γίνει. Της ήρθε να το βροντήξει κι εκείνο στο πάτωμα, αλλά το ξανασκέφτηκε. Τι
έφταιγε το κινητό όταν εκείνος ήταν που την είχε αγνοήσει; Που τη θεωρούσε
δεδομένη; Τον Οδυσσέα ήθελε να βροντήξει στο πάτωμα. Να τον πιάσει από το λαιμό
και να τον ρωτήσει «Γιατί;». Τώρα παραλογίζονταν το ‘ξερε. Με τη βία τίποτε δεν
βγήκε σε καλό. Όταν έρχεσαι δεύτερη επιλογή και δεν είσαι προτεραιότητα έχεις
ήδη χάσει. Η σκέψη άστραψε στο κεφάλι της Πηνελόπης και όλα καθάρισαν μες το
μυαλό της. Αυτό είχε γίνει τελικά. Είχε καταλήξει το διακοσμητικό στοιχείο στη
σχέση τους. Ήταν απλά εκεί. Το ότι σκοτώνονταν για έχει εκείνος το φαγητό του
καθημερινά, τα ρούχα του καθαρά και τις υποχρεώσεις του σπιτιού τακτοποιημένες,
δεν είχε καμιά σημασία, γιατί όλα αυτά ήταν δεδομένα. Αλλά η Πηνελόπη δεν ήταν
η μητέρα του, για όνομα του Θεού! Η μητέρα «είχε» την υποχρέωση να το κάνει, κι
αυτή έως ότου απογαλακτίστηκε από εκείνη. Μετά όλα αλλάζουν ή τουλάχιστον θα
‘πρεπε να αλλάζουν.
«Που έφταιξες, βρε Πηνελόπη;».
Απάντηση καμιά. Το μυαλό της
κατέβαζε ρολά σ’ αυτή την ερώτηση ενώ δεν θα ‘πρεπε. Όταν συμβαίνουν πράγματα
στις σχέσεις το πρόβλημα υπάρχει και στους δυο. Ηλίου φαεινότερων, αλλά τη λύση
δεν μπορούσε να βρει, ίσως γιατί όσες φορές αν άνοιξαν κουβέντα για το θέμα
κατέληγαν αγκαλιά στον καναπέ αναγνωρίζοντας τη βαθιά αγάπη που τους ένωνε και
τίποτα άλλο. Κάποιος μπορεί να σκέφτονταν ότι ήταν πολύ εγωιστές για ν’
αναγνωρίσουν τα λάθη τους και να τα διορθώσουν, αλλά δεν ήταν αυτό. Γνώριζαν
τις αδυναμίες τους, απλά δεν εφάρμοζαν διορθωτικές κινήσεις. Δεν είχαν την
τέλεια σχέση και δεν ήθελαν να την τελειοποιήσουν. Αυτό να ήταν που τους
κράταγε δεμένους σφιχτά; Η αποδοχή του ότι ήταν διαφορετικοί; Ότι ήθελαν άλλα
πράγματα για τους ίδιους σε προσωπικό επίπεδο και άλλα σε κοινό; Τόσα χρόνια
μετά δεν ήταν εύκολο ν’ αλλάξει κάτι. Ίσως έπρεπε η ίδια να αποδεχθεί ακόμη
περισσότερο την αλήθεια που έκρυβαν οι τελευταίες της σκέψεις. Του άρεσε αυτό
που ζούσαν και έδειχνε ευτυχισμένος έτσι, παρ’ όλους τους καβγάδες.
Ήταν ώρα πια η Πηνελόπη να το
παλέψει. Δεν έπρεπε να τα παρατήσει. Είχε γεννηθεί μαχήτρια και τον αγαπούσε.
Κι εκείνος ανταποκρίνονταν στο συναίσθημα αυτό. Θα προσπαθούσε να το αποδεχθεί
και η ίδια, για να πάψει να βασανίζεται και να βασανίζει και τον Οδυσσέα.
Το κλειδί ακούστηκε στην
πόρτα. Έκλεισε τα μάτια της και προσποιήθηκε την κοιμισμένη. Ούτε αυτό δεν
μπορούσε να κάνει καλά, γιατί εκείνος ήξερε πάντα πότε κοιμόταν και πότε όχι.
Το καταλάβαινε από την ανάσα της, που χρόνια μετά στο ίδιο κρεβάτι, ήταν σαν να
‘ταν η δική του ανάσα.