Η ώρα ήταν αρκετά προχωρημένη και το σκοτάδι απλώνονταν βελούδινο σε όλο τον ορίζοντα με τα αστέρια να αστράφτουν στον ουράνιο θόλο. Η Λία είχε στρέψει το κεφάλι της στο παράθυρο, για να μπορεί να βλέπει πέρα μακριά το σκοτεινό βουνό και τα χωράφια που απλώνονταν από κάτω. Ήθελε πολύ να βρίσκεται επάνω στο καταφύγιο, με το τζάκι αναμμένο και τους δυο τους αγκαλιασμένους μπροστά από τη φλόγα. Είχαν πολύ καιρό να ανέβουν εκεί. Τώρα που το σκέφτονταν της φαινόταν ότι ήταν αιώνες πίσω, σε κάποια άλλη ζωή.
Εξαιτίας της βροχής, είχε πέσει ομίχλη στο ποτάμι και ο Γιάννης αναγκαστικά, οδηγούσε αργά σε εκείνο το σημείο. Ξαφνικά, το ραδιόφωνο σταμάτησε να παίζει. Γύρισε το κεφάλι της να δει γιατί και ανακάλυψε ότι εκείνος το ’χε κλείσει. «Μήπως είναι ώρα να συζητήσουμε το θέμα που σε απασχολεί;», τη ρώτησε. «Είναι αρκετός καιρός που δείχνεις σημάδια κούρασης και είσαι ευερέθιστη. Δεν τολμά κανείς να σου μιλήσει, πετάγεσαι σαν να σε έχει τσιμπήσει μύγα....», συμπλήρωσε.
Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά σιγά σιγά στο μάγουλό της. Δεν ήθελε να το αφήσει να ξεφύγει και προδοθεί, αλλά εκείνο είχε δική του βούληση. Την αγνόησε και συνέχισε το δρόμο του. «Δεν αντέχω άλλο!», του είπε. «Δεν φανταζόμουν τη ζωή μας έτσι.....», η φωνή της έσβησε και τα μάτια της πλημμύρισαν ξανά δάκρυα. Εκείνος σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, έσβησε τη μηχανή και την πήρε στην αγκαλιά του. «Δεν καταλαβαίνω πως αφεθήκαμε και γίναμε έρμαιο των καταστάσεων. Δεν έχουμε προσωπική ζωή, δεν έχουμε ο ένας τον άλλο...... είμαστε εκεί για όλους, αλλά κανείς δεν είναι εκεί για μας..... Τους αφήσαμε να μας καθοδηγούν και χάσαμε το νόημα της σχέσης μας. Δεν επικοινωνούμε, γιατί υπάρχουν πάντα οι άλλοι και ποτέ εμείς. Έχουμε ξεχάσει να είμαστε ΕΜΕΙΣ!!!!! Αυτό όμως που πιο πολύ με εξοργίζει, είναι που εσύ ο ίδιος δεν το κατάλαβες και το άφησες να διαιωνίζεται......», είχαν πια ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου.
«Η κούραση δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο για να κάνεις πράγματα που αγαπάς. Δεν θέλεις να βλέπεις τους φίλους σου, γιατί δεν έχεις λες, ώρες ελεύθερες. Μα για να έχεις κάτι τέτοιο πρέπει εσύ ο ίδιος να το δημιουργήσεις. Μόνοι μας φτιάχνουμε το πρόγραμμά μας, δεν γίνεται από μόνο του και εσύ φρόντισες να το γεμίσεις με δουλειά λες και εξαρτάται όλη σου η ζωή μόνο από αυτό. Και μέσα σε όλα αυτά ξέχασες και εμένα. Με θεωρείς δεδομένη, αλλά δεν είναι έτσι. Η ζωή είναι περίεργη και δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Θα βγεις μια μέρα από το λήθαργο και θα ψάχνεις να βρεις όλα αυτά που έχασες. Ελπίζω μόνο, να μην είναι ήδη αργά......».
Δεν είχε να πει τίποτε άλλο. Τα είπε όλα και ένιωθε ανάλαφρη. Ήταν σαν να βρέθηκε ένα χέρι και πήρε από τους ώμους της όλο το βάρος που τόσο καιρό κουβάλαγε. Ο Γιάννης την έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά του και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Είχε δίκιο και το ήξερε, απλά έπρεπε να τον ταρακουνήσει για να μπορέσει να το δει. Μόνος του δεν θα τα κατάφερνε. Τώρα θυμήθηκε γιατί τελικά την αγαπούσε.
Η Λία ξύπνησε, αλλά δεν ήθελε ακόμη να σηκωθεί από τη ζεστασιά του κρεβατιού. Γύρισε από τη μεριά του Γιάννη και τον κοίταξε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και η ανάσα του ρυθμική. Η καρδιά της πλημμύρισε από αγάπη και τρυφερότητα. Άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε...... είχαν όλο το Σαββατοκύριακο δικό τους.......
Εξαιτίας της βροχής, είχε πέσει ομίχλη στο ποτάμι και ο Γιάννης αναγκαστικά, οδηγούσε αργά σε εκείνο το σημείο. Ξαφνικά, το ραδιόφωνο σταμάτησε να παίζει. Γύρισε το κεφάλι της να δει γιατί και ανακάλυψε ότι εκείνος το ’χε κλείσει. «Μήπως είναι ώρα να συζητήσουμε το θέμα που σε απασχολεί;», τη ρώτησε. «Είναι αρκετός καιρός που δείχνεις σημάδια κούρασης και είσαι ευερέθιστη. Δεν τολμά κανείς να σου μιλήσει, πετάγεσαι σαν να σε έχει τσιμπήσει μύγα....», συμπλήρωσε.
Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά σιγά σιγά στο μάγουλό της. Δεν ήθελε να το αφήσει να ξεφύγει και προδοθεί, αλλά εκείνο είχε δική του βούληση. Την αγνόησε και συνέχισε το δρόμο του. «Δεν αντέχω άλλο!», του είπε. «Δεν φανταζόμουν τη ζωή μας έτσι.....», η φωνή της έσβησε και τα μάτια της πλημμύρισαν ξανά δάκρυα. Εκείνος σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, έσβησε τη μηχανή και την πήρε στην αγκαλιά του. «Δεν καταλαβαίνω πως αφεθήκαμε και γίναμε έρμαιο των καταστάσεων. Δεν έχουμε προσωπική ζωή, δεν έχουμε ο ένας τον άλλο...... είμαστε εκεί για όλους, αλλά κανείς δεν είναι εκεί για μας..... Τους αφήσαμε να μας καθοδηγούν και χάσαμε το νόημα της σχέσης μας. Δεν επικοινωνούμε, γιατί υπάρχουν πάντα οι άλλοι και ποτέ εμείς. Έχουμε ξεχάσει να είμαστε ΕΜΕΙΣ!!!!! Αυτό όμως που πιο πολύ με εξοργίζει, είναι που εσύ ο ίδιος δεν το κατάλαβες και το άφησες να διαιωνίζεται......», είχαν πια ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου.
«Η κούραση δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο για να κάνεις πράγματα που αγαπάς. Δεν θέλεις να βλέπεις τους φίλους σου, γιατί δεν έχεις λες, ώρες ελεύθερες. Μα για να έχεις κάτι τέτοιο πρέπει εσύ ο ίδιος να το δημιουργήσεις. Μόνοι μας φτιάχνουμε το πρόγραμμά μας, δεν γίνεται από μόνο του και εσύ φρόντισες να το γεμίσεις με δουλειά λες και εξαρτάται όλη σου η ζωή μόνο από αυτό. Και μέσα σε όλα αυτά ξέχασες και εμένα. Με θεωρείς δεδομένη, αλλά δεν είναι έτσι. Η ζωή είναι περίεργη και δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Θα βγεις μια μέρα από το λήθαργο και θα ψάχνεις να βρεις όλα αυτά που έχασες. Ελπίζω μόνο, να μην είναι ήδη αργά......».
Δεν είχε να πει τίποτε άλλο. Τα είπε όλα και ένιωθε ανάλαφρη. Ήταν σαν να βρέθηκε ένα χέρι και πήρε από τους ώμους της όλο το βάρος που τόσο καιρό κουβάλαγε. Ο Γιάννης την έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά του και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Είχε δίκιο και το ήξερε, απλά έπρεπε να τον ταρακουνήσει για να μπορέσει να το δει. Μόνος του δεν θα τα κατάφερνε. Τώρα θυμήθηκε γιατί τελικά την αγαπούσε.
Η Λία ξύπνησε, αλλά δεν ήθελε ακόμη να σηκωθεί από τη ζεστασιά του κρεβατιού. Γύρισε από τη μεριά του Γιάννη και τον κοίταξε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και η ανάσα του ρυθμική. Η καρδιά της πλημμύρισε από αγάπη και τρυφερότητα. Άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε...... είχαν όλο το Σαββατοκύριακο δικό τους.......