Η ομίχλη κατέβαινε σιγά σιγά από την κορυφή του βουνού με κατεύθυνση προς την πλαγιά και τον κάμπο. Το σούρουπο έσβηνε το φως της ημέρας και όλο αυτό μαζί, δημιούργησε ένα μούχρωμα στον ορίζοντα, που περιόριζε κατά πολύ το οπτικό της πεδίο. Τα δάκρυα που ανέβηκαν στα μάτια της, δεν έκαναν τα πράγματα καλύτερα. Έπρεπε να σταματήσει το αυτοκίνητο στην άκρη και να συνέλθει. Δεν μπορούσε να οδηγεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, τουλάχιστον συναισθηματικές, αλλά το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για ψυχραιμία. Όλα φαίνονταν να είναι πάνω από τις δυνάμεις της, για να μπορεί να τα χειριστεί και ο καιρός ήταν και αυτός εναντίον της. Λίγο πιο κάτω βρήκε ένα πλάτωμα, έβγαλε φλας, σταμάτησε εκεί και ξέσπασε σε λυγμούς.
Η νύχτα διαδέχθηκε το σούρουπο. Εξαιτίας του καιρού, το σκοτάδι έμοιαζε να έχει υπόσταση. Πυκνό, αδιαπέραστο σαν τοίχος. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε έξω από το τζάμι. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο εκτός από το μαύρο πέπλο που είχε απλωθεί τριγύρω. Στην αρχή ξαφνιάστηκε, στην συνέχεια φοβήθηκε. Ήξερε ότι έφταιγαν οι ταινίες τρόμου που είχε δει ή διαβάσει όλα αυτά τα χρόνια, αλλά όταν βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι και την ομίχλη να μην αφήνει ούτε το φως από τα αστέρια και το φεγγάρι να την διαπεράσει, τότε ακόμη και ο Stephen King, μοιάζει σαν να μην ξέρει τίποτα για το αντικείμενο που γράφει.
Άναψε την μηχανή, ξέχασε για λίγο τον πόνο της και βγήκε ξανά στον δρόμο. Τα φώτα της ομίχλης δεν έκαναν και σπουδαία πράγματα, αλλά είχε μειώσει ταχύτητα και συγκεντρώθηκε στην μεσαία λωρίδα. Δεν την άφησε από τα μάτια της, μέχρι που σιγά σιγά άρχισαν να φαίνονται τα φώτα της πόλης. Σε εκείνο το σημείο, αραίωνε αρκετά ώστε να μπορεί να βλέπει τα πρώτα φανάρια. Μόλις έφτασε εκεί, ξεφύσηξε με ανακούφιση. Είχε πονέσει το κεφάλι της από την προσπάθεια. Σε λίγα λεπτά ήταν και πάλι σπίτι της. Ασφαλής αλλά μόνη. Μόνη ξανά......
Αφού είχε ήδη κάνει μπάνιο, για να διώξει την κούραση από το ταλαιπωρημένο της σώμα, έβαλε ένα ποτό και κάθισε απέναντι από το τζάκι που είχε ανάψει μόλις έφτασε. Κοιτώντας τις πύρινες γλώσσες να γλύφουν ανεξέλεγκτα τα ξύλα και να προσπαθούν με μανία να τα κατασπαράξουν για να μείνει μόνο κάρβουνο και στάχτη, ένιωσε την απελπισία να την τυλίγει ξανά. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί στη ζωή της. Το πάθος που ανάβει σαν φλόγα και καταπίνει τα πάντα. Μυαλό, καρδιά, κορμί. Σε τυφλώνει με τους καπνούς του και χάνεις κάθε έλεγχο. Δεν έχει σταματημό. Δεν έχει όρια. Δεν έχει κανόνες. Είσαι μόνο εσύ κι εκείνος. Τα κορμιά που θέλουν να μείνουν ενωμένα σε ένα, χωρίς τίποτα να μπορεί να σταθεί εμπόδιο ανάμεσά τους. Τίποτα που να μπορεί να τα χωρίσει, έστω και αν αυτό δεν είναι καν αληθινό.
Δεν έκανε ποτέ ερωτήσεις, κανένας από τους δύο. Αρκούσε μόνο που γνώριζαν, ότι τα κορμιά τους είχαν την χημεία που έπρεπε. Το ήξερε από την πρώτη ματιά που του έριξε. Γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει την ώρα που έδινε την παραγγελία για τον καφέ της. Συνάντησε δύο ζεστά, πανέμορφα καστανά μάτια. Ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις. Άφησε το δικό της να χαθεί εκεί μέσα. Ξέχασε τον καφέ, ξέχασε που βρίσκεται. Ήθελε μόνο να μη σταματήσει να την κοιτάει. Εκείνος σήκωσε τα φρύδια του με απορία και στα μάτια του σπίθισε κάτι. Πρόλαβε και το είδε. Μετά χάθηκε. Ακριβώς τη στιγμή που τη ρώτησε, τι θα πιει.
Δεν ξαναπήγε εκεί για καφέ. Από τη μια γιατί είχε ντραπεί που τον κοίταξε τόσο ξεδιάντροπα και από την άλλη γιατί ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό της «εύκολη». Αυτό του ’χε δείξει με τη στάση της, αλλά η αλήθεια ήταν ότι είχε βρεθεί προ εκπλήξεως. Την είχε πιάσει στον ύπνο. Ανέκαθεν νόμιζε ότι ήταν συγκροτημένη. Είχε ακούσει από φίλες της ότι αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί, όμως εκείνη τις χλεύαζε. Ένιωθε υπεράνω, μέχρι τη στιγμή που έπεσε με γδούπο στην πραγματικότητα. Ήταν τόσο το ξάφνιασμα, που τελείωσε τον καφέ άρον άρον και έφυγε από την καφετέρια, σαν να την κυνηγούσαν χίλιοι δαίμονες.
Έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ξεχάσει το βλέμμα εκείνο, όμως την είχε στοιχειώσει. Άλλαξε το δρομολόγιό της, να μην περνάει ούτε έξω από την καφετέρια, αλλά τίποτα δεν κράτησε πολύ. Τον συνάντησε τυχαία στο σούπερ μάρκετ, μερικές μέρες μετά. Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο της, γύρισε να δει ποιος είναι και βρέθηκε στην αγκαλιά του, πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη. Έσκυψε τόσο κοντά της, που τα χείλη του σχεδόν, ακούμπησαν τα δικά της. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τελικά τη φίλησε. Έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Ξέχασε τα ψώνια, τον κόσμο, το μέρος που βρισκόταν. Για πότε βρέθηκαν στο διαμέρισμά του δεν κατάλαβε. Μόνο όταν έσβησε την δίψα της για εκείνον, συνειδητοποίησε τι είχε κάνει.
Σηκώθηκε να ντυθεί, να φύγει και να πάει να κρυφτεί. Δεν την άφησε. Ήταν και για εκείνον το ίδιο πρωτόγνωρο και δεν θα το άφηνε έτσι. Ήθελε να το ζήσει μέχρι το τέλος. Και το έζησαν. Μαζί. Το απόλυτο πάθος, που δεν έχει λύτρωση. Που θες όλο και περισσότερο. Που κάθε φορά είναι, σαν να είναι η τελευταία...... έως σήμερα, που πράγματι ήταν.
Της είχε στείλει μήνυμα ότι θα την περίμενε στο καταφύγιο απόψε. Το αγαπημένο τους μέρος. Μόλις τελείωσε από τη δουλειά της, μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς την εξοχή. Όταν έφτασε στις παρυφές του βουνού ένιωσε παράξενα. Σαν να είχε κάποιος βάλει μια μέγγενη στο στήθος της και έσφιγγε την καρδιά της. Κάτι την κράταγε πίσω, να μην ανέβει, να γυρίσει πίσω. Δεν ήταν υποχρεωμένη να το υποστεί αυτό, ότι κι αν ήταν. Αλλά ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει. Συνέχισε το δρόμο, ως το σημείο της συνάντησης. Δεν έδειξε τίποτα. Πήρε και έδωσε τα πάντα, γνωρίζοντας το αποτέλεσμα. Μετά από αυτό το σμίξιμο, θα κατέβαινε από το βουνό γυμνή και άδεια........
Τέλος