Το καλοκαίρι που μας πέρασε, μου ζητήθηκε να γράψω ένα χριστουγεννιάτικο παραμυθάκι, για τα παιδάκια ενός πολιτιστικού συλόγου, εδώ στον νομό Δράμας. Θα μου πείτε: «Καλοκαιριάτικα, από που να εμπνευστείς να γράψεις για τα Χριστούγεννα;». Θα μπορούσα, βέβαια, να το παίξω ότι είμαι στην Αυστραλία, αλλά πάλι δεν γίνεται.... Χριστούγεννα χωρίς χιόνι και κρύο δεν είναι Χριστούγεννα. Έτσι, έγραψα το θέμα τότε και σήμερα το ολοκλήρωσα. Τι βγήκε έχω σκοπό να σας το παραθέσω παρακάτω..... Θέλω να μου πείτε ειλικρινά τη γνώμη σας και τι δεν σας αρέσει, για να το διορθώσω...... Δεν έχω ξανά γράψει για παιδιά. Ήταν πρόκληση, θέλω να πω. Ορίστε το κείμενο:
Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία
Η μεγάλη μέρα έφτασε. Παραμονή Χριστουγέννων!!! Ο Γιαννάκης και η Μαρία πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους με μεγάλο ενθουσιασμό, γιατί θα έβγαιναν με τα τρίγωνά τους στις γειτονιές του χωριού, να αναγγείλουν το Μεγάλο Γεγονός του ερχομού, του Θεανθρώπου, στον κόσμο. Κατέβηκαν χαρούμενοι στην κουζίνα του σπιτιού τους, που ευωδίαζε από τις προετοιμασίες της μαμάς τους για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, να φάνε το πρωινό τους και να ξεκινήσουν την μέρα τους.
-Καλημέρα, μαμά!, είπαν με μια φωνή και οι δύο και ρίχτηκαν στην αγκαλιά της για να εισπράξουν το μεγάλο και ζεστό φιλί της.
-Καλημέρα, αγάπες μου!, είπε και τους φίλησε.
-Να σου πούμε τα κάλαντα;, την ρώτησαν.
-Φυσικά και να μου τα πείτε! Μετά, να καθίσετε στο τραπέζι, να φάτε το πρωινό σας. Ένα καλό πρωινό βοηθά να είστε υγιείς και να μεγαλώσετε σωστά!
Αφού τελείωσαν με το τραγουδάκι, ρίχτηκαν με τα μούτρα στο φαγητό τους, για να δουν ποιος θα φάει πιο γρήγορα. Ο Γιαννάκης τα κατάφερε. Το είχε βάλει σκοπό, γιατί την προηγούμενη φορά, είχε κερδίσει η Μαρία.
-Σε κέρδισα, σε κέρδισα!!!, φώναξε στην αδελφή του γεμάτος ενθουσιασμό κι εκείνη, γέλασε λέγοντάς του.
-Δεν πειράζει! Άλλωστε, ήταν η σειρά σου!!! Αύριο, όμως, θα κερδίσω, εγώ, εντάξει;
-Εντάξει!, αποκρίθηκε ο Γιαννάκης.
Σηκώθηκαν από το τραπέζι και πήγαν στα δωμάτιά τους, για να βγάλουν τις πυτζάμες τους και να ντυθούν. Έβαλαν τους σκούφους, τα γάντια και τις μπότες τους, άρπαξαν τα τρίγωνα και ξεχύθηκαν στους χιονισμένους δρόμους. Στο σταυροδρόμι πιο κάτω, συνάντησαν κι άλλα παιδάκια. Τον Γιωργάκη, την Δέσποινα, τον Αργύρη, την Χριστίνα και τον Κωστάκη. Ήταν οι φίλοι τους από την γειτονιά και το σχολείο. Είχαν βγει κι εκείνοι για τον ίδιο σκοπό. Χαιρετήθηκαν μεταξύ τους και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Λίγες ώρες μετά, αφού γύρισαν τα περισσότερα σπίτια του χωριού, βρέθηκαν έξω από το σπίτι του Καπετάν Ζαφείρη. Ο Καπετάν Ζαφείρης για πολλά-πολλά χρόνια έλειπε από το χωριό, στα καράβια. Είχε, λέγανε, γυρίσει, όλο τον κόσμο με το καράβι του, 50 φορές! Πήγε σε μέρη που κανένας άλλος άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να πάει και συνάντησε τα πιο θαυμαστά και περίεργα πράγματα του κόσμου. Από τότε, όμως, που γύρισε στο χωριό, κανείς δεν τον είχε δει. Έτσι, τα βράδια, διάφορες παράξενες ιστορίες λέγονταν στα καφενεία και στα σπίτια του χωριού.
-Τι θα κάνουμε τώρα;, ρώτησε ο Γιαννάκης την αδελφή του.
-Δεν ξέρω., του αποκρίθηκε εκείνη.
-Ας του χτυπήσουμε την πόρτα και να τον ρωτήσουμε. Αν δεν θέλει να του πούμε τα κάλαντα, θα φύγουμε. Δεν πιστεύω να είναι μεγάλη ενόχληση αυτό., ξανάπε ο Γιαννάκης και ετοιμάστηκε να ανοίξει την πόρτα της αυλής.
-Μη! Περίμενε!, του φώναξε η Μαρία.
-Ας το συζητήσουμε λίγο ακόμη.
-Μα η ώρα περνάει και πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι. Η μαμά θα αρχίσει να ανησυχεί., είπε εκείνος και άνοιξε την πόρτα.
Έκανε μερικά διστακτικά βήματα μπροστά και γύρισε να κοιτάξει την αδελφή του.
-Άντε! Έλα!, ψιθύρισε.
Τότε εκείνη βρέθηκε δίπλα του και μαζί προχώρησαν προς την εξώπορτα του σπιτιού.
Χτύπησαν το κουδούνι και περίμεναν. Ένα λεπτό, δύο λεπτά….. Κανείς δεν ακούγονταν από την άλλη πλευρά. Κάνοντας, λοιπόν, να φύγουν, άκουσαν ξαφνικά μια βαριά και δυνατή φωνή.
-Ποιος είναι εκεί έξω; Τι θέλετε από μένα; Να φύγετε αμέσως!!!!
-Ήρθαμε να σας πούμε τα κάλαντα!, είπαν με μια φωνή τα αδελφάκια, αν και είχαν φοβηθεί πάρα πολύ. Έκαναν πίσω-πίσω, όταν άνοιξε απότομα η πόρτα.
Ένας ψηλός γκριζομάλλης κύριος, εμφανίστηκε μπροστά τους, με μια τεράστια άσπρη γενειάδα στο πρόσωπο, ναυτικό καπέλο και μια πίπα στο στόμα.
-Ώστε ήρθατε να μου πείτε τα κάλαντα, ε; Ποιος σας είπε ότι μπορείτε να μου χαλάσετε την ηρεμία μου; Δεν μάθατε ότι δεν έχετε δικαίωμα να ενοχλείτε τον κόσμο, όποτε σας κάνει κέφι;, τους ρώτησε σκύβοντας προς το μέρος τους.
Η Μαρία όρθωσε το ανάστημά της, άσχετα που φοβόταν ακόμη πάρα πολύ:
-Ο κύριος Καπετάν Ζαφείρης, είστε;
-Ναι, και τι με αυτό;, της απάντησε. Ένα χαμόγελο φάνηκε στην άκρη των χειλιών του, για το θάρρος αυτού του μικρού κοριτσιού.
-Δεν θέλαμε να σας ενοχλήσουμε, κύριε Καπετάν Ζαφείρη. Τα κάλαντα θέλουμε να σας πούμε, γιατί σήμερα είναι Παραμονή Χριστουγέννων και αύριο θα έρθει στον κόσμο ο Χριστούλης. Ο Χριστούλης γεννήθηκε για να δώσει σε όλο τον κόσμο αγάπη. Δεν ξεχωρίζει κανέναν. Και εσάς σας αγαπάει πολύ, είμαι σίγουρη, γι’ αυτό., του είπε.
Τότε ο Καπετάν Ζαφείρης, φάνηκε σκεφτικός. Κανένας δεν του είχε ξαναμιλήσει με τόσο θάρρος. Όλα τα χρόνια που ήταν καπετάνιος, είχε τον σεβασμό από τους ναύτες του, αλλά δεν ήξερε αν τον αγαπούσαν. Δεν είχε κάνει ποτέ δική του οικογένεια. Θεωρούσε σπίτι του τη θάλασσα και παιδιά του τα ψάρια και τα δελφίνια. Πώς θα ήταν άραγε να είχε δυο εγγόνια, σαν αυτά τα δύο παιδάκια, που με περίσσια γενναιότητα βρίσκονταν μπροστά στην πόρτα του, όταν κανένας άλλος από το χωριό, όλο αυτό τον καιρό, δεν του είχε χτυπήσει την πόρτα του, για να δει αν είναι καλά;
-Ωραία, λοιπόν. Περάστε μέσα, να σας δώσω λίγο τσάι. Θα πρέπει να κρυώνετε, τόση ώρα που είστε έξω στο κρύο., τους πρότεινε.
-Ξέρετε, κύριε Καπετάν Ζαφείρη, πολύ θα το θέλαμε, αλλά ήδη έχουμε αργήσει, είπε ο Γιαννάκης.
-Η μαμά μας θα ανησυχεί.
-Δεν θα σας καθυστερήσω, καθόλου. Έχω ήδη έτοιμο τσάι. Θα μου πείτε τα κάλαντα και μετά θα φύγετε. Εντάξει;
Τα δύο αδελφάκια κοιτάχτηκαν στα μάτια και τελικά μπήκαν μέσα στο σπίτι, περισσότερο από περιέργεια. Το χολ ήταν αρκετά σκοτεινό, αλλά και το υπόλοιπο σπίτι, δεν πήγαινε πίσω. Μπροστά τους υπήρχε μια πόρτα κι από εκεί έρχονταν ο ήχος, από μια απαλή μουσική. Κοίταξαν γύρω τους. Μήπως ήταν λάθος αυτό που είχαν κάνει; Δεν τον ήξεραν καθόλου, τον Καπετάνιο, αλλά από την άλλη, ήταν μια ευκαιρία να τον γνωρίσουν. Πέρασαν στο σαλόνι. Ένα παλιό γραμμόφωνο, πάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι, έπαιζε τη μουσική που ακούγονταν μέχρι το χολ. Οι τοίχοι γύρω, ήταν άδειοι. Ούτε φωτογραφίες, ούτε κάδρα. Ένας καναπές, μια πολυθρόνα κι ένα τραπέζι, πιο μεγάλο, μπροστά από ένα τζάκι γεμάτο ξύλα, που σκόρπιζαν τη θαλπωρή τους, σε όλο το σπίτι.
-Πείτε μου τα κάλαντα, μέχρι να σας φέρω το τσάι., είπε ο καπετάνιος και χάθηκε στην κουζίνα.
Ο Γιαννάκης και η Μαρία έβγαλαν τα τρίγωνά τους από τις τσέπες τους και άρχισαν να λένε το τραγούδι. Μέχρι να τελειώσουν, ο κύριος Καπετάν Ζαφείρης έφερε τα ποτήρια γεμάτα με το αχνιστό ρόφημα.
-Πως σας λένε;, τους ρώτησε.
-Εμένα Γιαννάκη και αυτή είναι η αδελφή μου η Μαρία., απάντησε ο Γιαννάκης σαν μεγαλύτερος που ήταν.
-Γιατί δεν έχετε φωτογραφίες και κάδρα στο σπίτι σας;, ρώτησε η Μαρία.
-Φαίνεται πολύ άσχημο και άδειο.
Ο Καπετάν Ζαφείρης την κοίταξε και είπε:
-Όταν λείπεις από το σπίτι σου τόσο πολύ καιρό και δεν υπάρχει οικογένεια για να μένει μέσα σε αυτό, τότε δεν υπάρχει λόγος να το γεμίζεις με κάδρα και φωτογραφίες. Άλλωστε, ποιον να έχω στις φωτογραφίες; Μόνο εγώ είμαι. Δεν έχω κανέναν δικό μου άνθρωπο. Όσο για τα κάδρα, τι να τα κάνω; Δεν έρχεται κανείς εδώ, για να με επισκεφθεί. Εξάλλου, το συνήθισα. Δεν με νοιάζει, πια. Και τώρα είναι ώρα να φύγετε. Δεν είναι σωστό να λείπετε όλη την ημέρα από το σπίτι. Οι γονείς σας θα σας περιμένουν και θα ανησυχήσουν αν αργήσετε.
Έβγαλε από την τσέπη του, δύο νομίσματα ,τους τα έδωσε και τους συνόδευσε μέχρι την πόρτα.
-Χρόνια πολλά παιδιά. Να έχετε υγεία. Σας ευχαριστώ που περάσατε το κατώφλι μου και μου είπατε τα κάλαντα., τους είπε και χάθηκε μέσα στο σπίτι.
Ο Γιαννάκης και η Μαρία πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Όταν έφτασαν στο σπίτι τους, κόντευε να σκοτεινιάσει. Η μαμά τους, τους περίμενε με αγωνία και το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά, μόλις τους είδε να περνούν την πόρτα της αυλής.
-Μαμά μαμά!, φώναξαν και έπεσαν στην αγκαλιά της.
-Δεν θα το πιστέψεις! Πήγαμε στον κυρ-Καπετάν Ζαφείρη και του είπαμε τα κάλαντα και μας έδωσε τσάι να πιούμε και μας έδωσε και αυτά τα νομίσματα για το τραγουδάκι και δεν είναι κακός άνθρωπος και……, δεν προλάβαιναν να πάρουν ανάσα από την χαρά τους.
-Για μια στιγμή!, τους διέκοψε η μαμά τους.
-Ένας ένας να μιλάτε, για να καταλαβαίνω τι μου λέτε!
Και τότε πήρε ο Γιαννάκης το λόγο και της είπε όλα όσα έγιναν στο σπίτι του καπετάνιου και της έδειξε τα δύο παράξενα νομίσματα που τους είχε δώσει. Η μαμά τους δεν είχε ξανά δει παρόμοια, ούτε ήξερε την αξία τους. Τα πήρε στα χέρια της και τα κοίταξε με περιέργεια. Από κάποια μακρινή χώρα του κόσμου θα ήταν. Εκεί, που ο καπετάνιος είχε ταξιδέψει. Δεν ήταν σίγουρη, αν έπρεπε να τα κρατήσουν ή να του τα γυρίσουν πίσω.
Έστειλε τον Γιαννάκη και την Μαρία στο μπάνιο να πλύνουν τα χέρια τους και να ετοιμαστούν για το δείπνο. Μόλις τελείωσαν, πριν πάνε να κοιμηθούν, κάθισε και τους εξήγησε ότι δεν ήταν σωστό που δέχτηκαν να πάρουν τα νομίσματα, χωρίς να ξέρουν την αξία τους, από κάποιον άγνωστο άνθρωπο. Δεν ήταν όλος ο κόσμος σαν την μαμά και τον μπαμπά και έπρεπε να μάθουν να είναι προσεκτικοί την επόμενη φορά. Τα νομίσματα έπρεπε να επιστραφούν και θα φρόντιζε η μαμά γι’ αυτό. Όφειλαν, να μην το ξανά κάνουν.
Όταν πια κοιμήθηκαν, η μαμά τους γέμισε ένα όμορφο πανέρι με κουλουράκια μοσχοβολιστά, πήρε τα νομίσματα και πήγε μέχρι το σπίτι που κάθονταν ο καπετάνιος. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε να της ανοίξει. Όταν η πόρτα άνοιξε, ο καπετάνιος αμέσως κατάλαβε ποια ήταν η κυρία. Τα δύο παιδάκια που τον είχαν επισκεφθεί νωρίτερα, της έμοιαζαν πάρα πολύ.
-Καλησπέρα σας, καπετάνιε και χρόνια πολλά., του είπε και του πρόσφερε το πανέρι με τα κουλουράκια.
-Καλησπέρα σας κυρία μου., της απάντησε.
-Σε τι οφείλω την τιμή;, την ρώτησε.
-Ήθελα να σας ευχαριστήσω που ήσαστε τόσο καλός στα παιδιά μου, να σας προσφέρω αυτά τα κουλούρια και να σας επιστρέψω αυτά.
Ο Καπετάν Ζαφείρης την κοίταξε με περιέργεια.
-Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα δίνετε πίσω. Τα παιδιά σας μου είπαν τα κάλαντα και εγώ τους έδωσα το δώρο τους.
-Ναι, αλλά αυτά τα νομίσματα δεν ξέρω τι αξία έχουν και αν είναι μεγάλη, το σωστό είναι να τα πάρετε πίσω. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, βέβαια, αλλά θα μπορούσατε να τους δώσετε κάτι συμβολικό. Δεν θέλω να σας προσβάλλω. Είναι πολύ μικρά παιδιά και αν παίρνουν από τον καθένα ότι τους δίνει, δεν θα μάθουν ποτέ ότι πρέπει να είναι αξιοπρεπείς και δεν πρέπει να δέχονται από ξένους ανθρώπους πράγματα οποιασδήποτε αξίας.
-Έχετε δίκιο. , της είπε ο καπετάνιος. Βλέπετε, δεν έχω δικά μου παιδιά, ούτε εγγόνια. Ήταν για μένα πολύ συγκινητικό που ήρθαν να μου πουν τα κάλαντα και δεν το σκέφτηκα. Θα ήθελα, όμως, να τα κρατήσετε. Δεν είναι πολύ μεγάλη η αξία τους.
-Σας παρακαλώ, δεν είναι σωστό. Παρόλα αυτά, θα ήθελα να σας προσκαλέσω αύριο το μεσημέρι, για φαγητό. Θα είναι μαζεμένη, όλη η οικογένεια στο τραπέζι και μια που είστε μόνος σας τέτοιες μέρες, θα ήταν μεγάλη μας χαρά να έρθετε κι εσείς.
Ο Καπετάν Ζαφείρης πήρε τα νομίσματα πίσω και δέχθηκε την πρόταση της μαμάς. Έτσι, την επόμενη μέρα βρέθηκε ανάμεσα στην οικογένεια του Γιαννάκη και της Μαρίας, που κάθονταν στο τραπέζι, με τον μπαμπά τους επικεφαλή, έτοιμο να κόψει την μεγάλη γεμιστή γαλοπούλα, που δέσποζε στην μέση. Γνώρισε, όλα τα μέλη. Τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους θείους, τις θείες, τα ξαδέλφια. Όλοι ήθελαν να μάθουν τις περιπέτειές του με το καράβι κι εκείνος δεν τους χάλασε το χατίρι. Τους μίλησε για τα πέρατα του κόσμου, τις ομορφιές της γης, τους παράξενους λαούς που γνώρισε και όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, μέχρι που σκοτείνιασε πια και γύρισε στο σπίτι του. Δεν ένιωθε, όμως, όπως παλιά. Ένιωθε ευτυχισμένος.
Ο Καπετάνιος, είχε αποκτήσει, επιτέλους, φίλους. Το γεγονός, μαθεύτηκε σιγά-σιγά και στο χωριό, με αποτέλεσμα να αρχίσουν ένας-ένας να του μιλούν και να τον επισκέπτονται. Από εκείνη την μέρα και μετά, το χαμόγελο δεν έλειψε από τα χείλη του καπετάνιου. Είχε τόσους πολλούς φίλους, αλλά οι καλύτεροί του φίλοι ήταν, πάντα, ο Γιαννάκης και η Μαρία. Αυτά τα δύο παιδάκια, που έγιναν η αιτία να γίνει αποδεκτός στην μικρή κοινωνία του χωριού.