
Η βροχή εδώ και λίγη ώρα είχε δυναμώσει. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και σκοτεινή και το νερό έπεφτε στη γη με μανία. Η Λύδια δεν είχε ανάψει τα φώτα στο σπίτι. Η ψυχή της ήταν ακριβώς σαν τον καιρό και δεν ένιωθε ασφάλεια στο φως. Ένιωθε εκτεθειμένη και ευάλωτη.
Είχε φτιάξει τον καφέ της και καθόταν στην καρέκλα δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Κοίταγε τον ορίζοντα, αλλά το βλέμμα της ήταν κενό. Από το μυαλό της πέρναγαν διάφορες σκέψεις, που αφορούσαν τα τελευταία γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην ζωή της.
Όταν έφυγε πριν μερικές μέρες ο Νίκος από το σπίτι, κλείνοντας την πόρτα πίσω του, ήταν σαν να έκλεισε και η πόρτα στην ψυχή της. Το ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά τον τελευταίο καιρό, αλλά ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα ήταν αυτό. Μα με την καλύτερή της φίλη; Με τη γυναίκα που γνωρίζονταν τόσα χρόνια; Που μοιραζόταν μαζί της τα μυστικά της, τις λύπες της, τις χαρές της; Τελικά, όπως αποδείχτηκε, ήταν περισσότερα από αυτά. Μοιραζόντουσαν και τον Νίκο. Αυτόν που η Λύδια λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που τον κοίταξε στα μάτια και η Μαρία την κορόιδευε ότι δεν της άξιζε. Φυσικά δεν άξιζε στην ίδια, αλλά μια χαρά άξιζε για την Μαρία. Πόσο τυφλή ήταν και δεν το είχε δει;
Τώρα που το σκεφτόταν, τα σημάδια ήταν παντού. Το υποτιθέμενο μίσος του Νίκου για εκείνη. Το επικριτικό του βλέμμα για το ντύσιμό της. Ο καυστικός σχολιασμός του κάθε φορά που μάθαιναν για τις καινούριες κατακτήσεις της. Όλα φώναζαν για να ξυπνήσει από τον λήθαργο, αλλά μάταια. Μέχρι εκείνο το μεσημέρι που έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι νωρίς, από το γραφείο, εξαιτίας εκείνου του ακατέβατου πυρετού.
Όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε, στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσε περίεργους θορύβους από την κρεβατοκάμαρα. Πηγαίνοντας προς το δωμάτιο, άρχισε να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που άκουγε και για μια στιγμή ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω και να φύγει, αλλά η περιέργεια, νίκησε τελικά.
Όχι, δεν υπήρξαν ξεσπάσματα και φωνές, παρά μόνο ένα υστερικό γέλιο που την έπιασε την ώρα που άνοιξε την πόρτα και τους είδε σε εκείνη την περίεργη στάση και που έγινε ακόμα πιο έντονο αντικρίζοντας τα σαστισμένα πρόσωπά τους.