Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Ψάχνοντας στο σκοτάδι.θ’

Σκοτάδι. Τίποτα να κινείται και ξαφνικά έκρηξη φωτός και χρωμάτων. Στην αρχή κίτρινο, μετά μπλε, κόκκινο, μοβ, πράσινο, συνδυασμός χρωμάτων και στο τέλος ένα μείγμα όλων σε μια απόχρωση που δεν μπορεί ο νους να συλλάβει και να ονομάσει. Αιωρείται, λιπόθυμος ανάμεσα στο συνονθύλευμα των χρωμάτων. Δεν υπάρχει χρόνος για να μετρηθεί. Ένα λεπτό, δύο ώρες, μια αιωνιότητα είναι το ίδιο. Δεν γερνά. Δεν ασπρίζουν τα μαλλιά. Δεν κάνει ρυτίδες. Δεν  χάνεται το χρώμα των ματιών.....
Κάτι τον αγγίζει ανεπαίσθητα και χάνεται. Δεν έχει υπόσταση, αλλά το νιώθει. Το μυαλό του προσπαθεί να ξυπνήσει το σώμα αλλά ο λήθαργος είναι γλυκός και ξανά βυθίζεται στην άβυσσο του πουθενά......
«Τι δουλειά έχει εδώ ο άνθρωπος;», ρωτά κάτι σε μια γλώσσα που θα μπορούσε να είναι είτε αρχαία.... είτε από άλλο κόσμο.
«Δεν ξέρουμε πως βρέθηκε εδώ...... Αυτό είναι λάθος...... Πολύ μεγάλο λάθος....... Πρέπει να γυρίσει πίσω.....», απάντησε μια άλλη, στην ίδια γλώσσα.
«Κινδυνεύουμε, όλοι..... αν μείνει εδώ μέσα.....», είπε κάποια άλλη.
Τον παρακολουθούσαν και περίμεναν. Ένα ξέφυγε από δίπλα τους και πήγε πιο κοντά. Δεν είχε ξανά δει άνθρωπο. Είχε ακούσει για αυτούς. Ήξερε τα πάντα για τις λειτουργίες του σώματός του, για τον συναισθηματικό του κόσμο, αλλά ποτέ δεν είχε δει από κοντά, αυτό το έμβιο ον, που κατά τα λεγόμενα όλων...... ήταν τόσο έξυπνο και δυνατό.... που μπορούσε να καταστρέψει τα σύμπαντα και φτάσει στον αφανισμό. Του φαίνονταν τόσο μικρό........ τόσο ευάλωτο.......
«Έλα πίσω...... Μην πλησιάζεις τόσο κοντά.....», πρόσταξε μια από τις φωνές.
«Αν συνέλθει, θα τρομάξει και είναι ικανό να κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά...... Θέλει πολύ ενέργεια να το κρατάμε σ’ αυτή την κατάσταση. Ήδη ο εγκέφαλός του αντιστέκεται σθεναρά και θέλει να ξυπνήσει.......», συνέχισε σε αυστηρό τόνο η φωνή.
«Τι θα κάνουμε;», ρώτησε αυτό που ήταν κοντά, καθώς απομακρύνονταν από τον άνθρωπο.
«Τον κρατάμε σε λήθαργο, μέχρι να έρθει και ο άλλος..... Είναι απαραίτητο να έρθει κι εκείνος εδώ..... Χωρίς εκείνον.... όλα θα καταστραφούν....... Αλλά......», η φωνή έσβησε, καθώς ανέβαιναν όλα μαζί πιο ψηλά και πιο μέσα, σε ένα άυλο κόσμο που μόνο το φως και το χρώμα είχαν υπόσταση. 


.......
Λίγο πριν αρχίσει ο ήλιος να κάνει το προδιαγεγραμμένο του ταξίδι στον ορίζοντα, ο Βασίλης άνοιξε τα μάτια του. Τα χέρια του είχαν πιαστεί τόση ώρα σταυρωμένα πάνω στην πλάτη της μπροστινής καρέκλας. Το ίδιο και ο σβέρκος του. Όρθωσε το κορμί του και τεντώθηκε. Το πρόσωπό του σφίχτηκε, καθώς τα κόκκαλά του προσπαθούσαν να βρουν τη σωστή τους θέση. Σηκώθηκε και βημάτισε ως την πόρτα. Την άνοιξε και κοίταξε έξω. Κάπου πολύ μακριά στον ουρανό άρχιζε η καινούρια μέρα, αλλά το φως ήταν πολύ αδύναμο ακόμη για να φωτίσει. 
«Η ώρα του λυκόφωτος», σκέφτηκε.
Είχε ακούσει πολλές παράξενες ιστορίες που συνέβαιναν αυτή ακριβώς την ώρα και πάντα γέλαγε με αυτούς που τις πίστευαν. Τώρα ποιος θα πίστευε την δική του ιστορία, αν τόλμαγε ποτέ να την πει σε κάποιον; Είτε την πίστευαν είτε όχι, όμως, το αποτέλεσμα ήταν ότι εξαιτίας του, είχε χαθεί ο καλύτερός του φίλος. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει και δεν υπήρχε κανείς για να τον βοηθήσει ή έτσι νόμιζε.......
Χωρίς να το καταλάβει είχε βγει από την εκκλησία και είχε προχωρήει ανάμεσα στους τάφους. Σαν κάτι να τον τράβαγε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το μυαλό του ήταν απασχολημένο με τα τελευταία γεγονότα και τον Τάκη, αλλά τα βήματά του τα καθόριζε κάτι άλλο. Ασυναίσθητα κάθισε πάνω σε ένα μνημείο. 
Μια ριπή αέρα χάιδεψε το πρόσωπό του και τον έβγαλε από τις σκέψεις. Γύρισε το κεφάλι του απότομα δεξιά και αριστερά και συνειδητοποίησε ότι βρίσκονταν καθισμένος σε ένα τάφο. Τίνος να ήταν άραγε; Το λιγοστό φως από το καντήλι που έκαιγε, φώτιζε το όνομα που ήταν χαραγμένο πάνω στο σταυρό. Κάτι του θύμιζε.... και η ημερομηνία επίσης....
«Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης. Απεβίωσε: 20.08.1986 Ηλικία: 16 ετών.», διάβασε φωναχτά.
Ο Κώστας...... Ο παιδικός του φίλος και συμμαθητής. Είχαν την ίδια ηλικία. Οι τρεις τους. Ο Τάκης, αυτός κι ο Κώστας. Τα τρία σκανταλιάρικα αγόρια που φρόντιζαν να κάνουν όλο το χωριό άνω-κάτω. Μια φορά ανέβηκαν στο βουνό, δήθεν για να βοσκήσουν το μικρό κοπάδι με τα κατσίκια. Όταν έφτασαν στο πυροβολείο, παράτησαν τα ζώα απέξω και μπήκαν μέσα να καπνίσουν κρυφά τα τσιγάρα που είχαν κλέψει από τον παππού, με αποτέλεσμα τα κατσίκια να κατέβουν στη στάνη και ο παππούς του να τους ψάχνει ώρες για τους βρει, με την ψυχή στο στόμα,  μην τους δάγκωσε κανένα φίδι...... ή τους επιτέθηκε κανένας λύκος....... Όταν τους βρήκε να κατεβαίνουν συνάμενοι κουνάμενοι την πλαγιά, πρώτα τους αγκάλιασε από την χαρά του που ήταν καλά...... και μετά τους έβαλε τιμωρία να ξεχορταριάζουν τους μπαξέδες για μια ολόκληρη εβδομάδα...... 
Χαμογέλασε στη θύμηση του συμβάντος....... και μετά σκοτείνιασε....... Μια ολόκληρη εβδομάδα τον έψαχναν. Μια ολόκληρη εβδομάδα, δίπλα στο ποτάμι....... 
Είχαν πάει για να δροσιστούν. Όλο το καλοκαίρι ανέβαιναν εκεί..... πολύ πριν γίνει το φράγμα, για να παίξουν με τα κρυστάλλινα νερά του ποταμού. Ποτέ δεν φοβήθηκαν, ποτέ δεν έγινε κάτι........ εκτός από εκείνο το καταραμένο μεσημέρι που αποφάσισαν να περάσουν απέναντι για πάνε στην άσπρη πέτρα. Αυτή δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μεγάλη πέτρα σαν κολώνα, φαρδιά κοντή και άσπρη. Κανένας τους δεν ήξερε, αν συμβόλιζε κάτι..... ή αν βρίσκονταν τυχαία εκεί. Απλά την χρησιμοποιούσαν σαν σημείο αναφοράς....... 
Ο Βασίλης και ο Τάκης πέρασαν από το ρηχό σημείο. Κανείς τους δεν ήξερε να κολυμπάει καλά και το νερό ήταν πάντα πολύ παγωμένο. Ο Κώστας όμως ήξερε........ 
«Εγώ θα κάνω βουτιά και θα περάσω με μια ανάσα απέναντι!!!!!», τους ανακοίνωσε χαμογελώντας. 
«Άσε τις βλακείες, ρε! Έλα να περάσουμε από ’δω.... όλοι μαζί......», του είπε ο Βασίλης, ο πιο σοβαρός της παρέας.
«Φοβητσιάρη....... Προχωράτε κι έρχομαι......», είπε ο Κώστας, προχώρησε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο κάτω, που το νερό ήταν βαθύ και βούτηξε........
Ο Βασίλης και ο Τάκης πέρασαν και τον περίμεναν να βγει..... Περίμεναν..... περίμεναν....... Τίποτα..... Άρχισαν να φωνάζουν το όνομά του...... Τίποτα...... Πανικόβλητοι, έτρεξαν με όλη τους τη δύναμη στο χωριό, φωνάζοντας βοήθεια.......
Μια εβδομάδα μετά τον βρήκε ο θείος του Βασίλη, μερικά χιλιόμετρα μακριά από το σημείο, σε προχωρημένη σήψη, στην ακροποταμιά......
«Τώρα τι κάνουμε, μου λες; Το ξέρεις ότι χάθηκε κι ο Τάκης; Έχασα εσένα...... έχασα κι εκείνον........ Με αφήσατε μόνο μου.......», του μίλαγε σαν να τον είχε απέναντι και μπορούσε να του απαντήσει...... ή μήπως μπορούσε;;;;;;;


Υ.Γ. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάτι.... που δεν το έχω πει σε πολλούς ανθρώπους...... παρά το έχω κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια μέσα μου...... χωρίς να ξέρω γιατί...... 
Τα καλοκαίρια όταν ήμαστε παιδιά, εγώ κι ο αδελφός μου ανεβαίναμε στο χωριό της μαμάς. Εκεί, είχαμε ένα παιδικό φίλο..... Τον Κώστα τον Τριανταφυλλίδη....... Όλη μέρα ήμασταν μαζί.... στο ποτάμι, στην άσπρη πέτρα, στο πυροβολείο........ Παντού.... ως το βράδυ..... Σκανταλιές πολλές..... Μας έψαχναν...... γιαγιάδες..... παππούδες.......  
Το καλοκαίρι του ’86 όταν φύγαμε και γυρίσαμε στην Αθήνα....... προς το τέλος του Αυγούστου.... δεν θυμάμαι ημερομηνία να σας πω..... μας πήραν τηλέφωνο από το χωριό να μας πουν ότι ο φίλος μας είχε πνιγεί στο ποτάμι...... Είχε πάει με μια παρέα..... όπως πηγαίναμε και μαζί. Κανένας τους δεν ήξερε να κολυμπά γι’ αυτό πέρασαν απέναντι από τα ρηχά..... Εκείνος όμως έκανε βουτιά. Τον βρήκε ο συγχωρεμένος μου ο θείος.... ο Κώστας...... μια εβδομάδα μετά.... καμιά πέντε χιλιόμετρα χαμηλότερα από το σημείο που χάθηκε. Ποτέ δεν μάθαμε τι ακριβώς συνέβη κατά την διάρκεια της βουτιάς. Άλλοι έλεγαν ότι μπορεί να τον παρέσυρε το ρεύμα.... άλλοι ότι μάλλον χτύπησε σε πέτρα την ώρα που βούτηξε...... Ποιος ξέρει;;;; 
Έτσι έκλεισε μια τραγική ιστορία, ενός παιδιού που η μαμά του είχε καεί και πεθάνει..... όταν εκείνος ήταν μωρό και τον μεγάλωναν οι  παππούδες του....... Αφιερώνω αυτό το κομμάτι στη μνήμη του αγαπημένου μου φίλου.......

Τσιγάρο Κρέας ....

Να διευκρινίσω αρχικά ότι δεν θέλω να επιτεθώ σε κανέναν. Μια σκέψη θέλω να καταθέσω, επειδή τυγχάνει να είμαι και καπνίστρια και ......