«Τον ηλίθιο! Θα μου τα καταστρέψει όλα με την περιέργειά του!», σκέφτονταν ο Ευδόκιμος καθώς κατέβαινε τη σκάλα και έβγαινε από το σπίτι.
Περπάτησε γρήγορα προς το τζιπ, μπήκε μέσα κι έβαλε μπροστά τη μηχανή. Σε λίγα λεπτά είχε βγει στον κεντρικό δρόμο και κατευθύνονταν προς το δασάκι. Θα έκανε μια προσπάθεια ακόμη, να ψάξει για το ξέφωτο. Μπορεί να στέκονταν τυχερός, αυτή τη φορά. Αλλά δεν ήταν. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, τουλάχιστον για τις επόμενες ώρες. Έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο, σχεδόν όλο το απόγευμα, για να ηρεμίσει και να σκεφτεί.
Την πρώτη φορά που ανέβηκε εδώ πάνω, ψάχνοντας, κάτι τον οδήγησε στην άκρη του δάσους, στο μικρό νεκροταφείο. Και τώρα αισθάνονταν το κάλεσμα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ανταποκριθεί. Καλά βρίσκονταν εκεί μέσα, παγιδευμένοι. Δεν είχαν καμιά δουλειά σε αυτόν τον κόσμο. Αυτός ο κόσμος είχε τελειώσει μια για πάντα, γι’ αυτούς.
Όμως, όσο δυνάμωνε το πεδίο, για την αποκοπή της έκτης διάστασης από τις άλλες τέσσερις, υπήρχε περίπτωση να μπλεχτούν τα σύμπαντα μεταξύ τους και να υπάρξει ανισορροπία. Αυτό περίμεναν, εκείνοι. Να περάσουν ξανά, στον κόσμο των ζωντανών. Αλλά ο Ευδόκιμος είχε προνοήσει με τους καθρέφτες. Καθώς θα ξετυλίγονταν η έκτη, θα λειτουργούσαν κατασταλτικά. Θα περιόριζαν την ενέργεια, να μην απλωθεί περισσότερο από όσο θα ήταν απαραίτητο και μόλις άνοιγε η πύλη, όλο το μεγαλείο της θα βρίσκονταν μπροστά του. Φυσικά, πρώτα θα έριχνε τον Βασίλη μέσα και μετά θα πέρναγε εκείνος.....
«Χωρίς τη δική μου συμβολή..... όλο το γνωστό σύμπαν θα καταστραφεί..... Οι αχάριστοι! Ούτε τα κονδύλια για τις έρευνες δεν μου έδωσαν .... Αλλά όταν μαθευτεί, εγώ θα είμαι ήδη, πολύ μπροστά από όλους! Τότε θα τους δείξω, τι αξίζω!!!!», σκέφτηκε, καθώς η βροχή χτύπαγε το μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου.
........
Το κεφάλι του πονούσε φρικτά και ζαλίζονταν.
«Που βρίσκομαι;», ψιθύρισε.
Έκανε να σηκωθεί. Με λίγη δυσκολία τα κατάφερε. Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο του πελάτη.
«Εδώ ή εκεί;», αναρωτήθηκε, αλλά μόλις κοίταξε καλύτερα, συνειδητοποίησε ότι όλα, ήταν στην συνηθισμένη θέση τους. Το κρεβάτι, το παράθυρο.....
«Πως στο καλό, γύρισα;».
Και τότε το πρόσεξε.
«Οι καθρέφτες; Που πήγαν οι καθρέφτες;».
Βγήκε από το δωμάτιο τρεκλίζοντας, κρατώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Πολύ ώρα μετά κατάλαβε ότι σε εκείνο το σημείο, είχε ένα τεράστιο καρούμπαλο.
Η Ευρυδίκη στέκονταν στη βάση της σκάλας. Όταν είδε τον άντρα της, χλωμό με το ένα χέρι να κρατά το κεφάλι του και με το άλλο την κουπαστή και να κατεβαίνει σιγά-σιγά, ανησύχησε.
«Τι έπαθες, χριστιανέ μου;», τον ρώτησε.
«Τίποτα! Χτύπησα λίγο.....εεεεε.....», τι να της έλεγε τώρα; Ότι είχε εισβάλει στο ξένο δωμάτιο; Αποκλείεται!
«Μου έπεσε το κινητό... στο διάδρομο κάτω από το τραπέζι..... και όπως .... έκανα να σηκωθώ.... χτύπησα.... το κεφάλι μου.... από κάτω......», φτηνή δικαιολογία, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερη. Ευτυχώς για εκείνον, τον πίστεψε.
«Χτύπησες πολύ;»
«.... Εντάξει, είμαι. Θα.... περάσει.....».
Μόλις έφτασε δίπλα της, εκείνη άπλωσε το χέρι της.
«Σκύψε να δω.».
«Έλα μωρέ.... δεν είναι τίποτα.».
«Να βάλουμε λίγο πάγο.....».
«Όχι, καλά είμαι.....».
«Βασίλη..... Συγγνώμη..... για πριν.....».
Ο Βασίλης έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά στο στόμα.
«Εμένα με συγχωρείς, γλυκιά μου..... Είμαι λίγο..... στρεσαρισμένος τις τελευταίες μέρες..... Δεν φταις εσύ.....».
«Αν δεν θες.... Να του δώσω τα λεφτά... πίσω... και να πάει... στην ευχή της Παναγίας.... Αν είναι να τσακωνόμαστε.....».
«Δεν πειράζει, Εύη. Ότι έγινε, έγινε τώρα. Ας μην μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό.».
Την ξανά φίλησε.
«Εγώ θα πεταχτώ μέχρι.... έχω μια δουλειά. Θα αργήσω να γυρίσω.....», έφυγε από δίπλα της.
«Το μεσημέρι να ετοιμάσω....... να φάμε μαζί.....», η φωνή της έσβησε, καθώς ο Βασίλης χάθηκε από μπροστά της.
......
Η βροχή χτύπαγε με μανία πάνω στο αυτοκίνητο και οι υαλοκαθαριστήρες, έδιναν την εντύπωση ότι ήταν έτοιμοι να ξεκολλήσουν από τη θέση τους. Εκείνος, όμως, έσφιξε τα δόντια του, έσμιξε τα φρύδια του και παρά την μηδαμινή ορατότητα, συνέχισε να ανεβαίνει στον κακοτράχαλο δρόμο. Μόλις έφτασε κοντά στα δέντρα, άρπαξε το αδιάβροχο από το διπλανό κάθισμα, το φόρεσε με δυσκολία και βγήκε από το αυτοκίνητο. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς έψαχνε, αλλά υποψιάζονταν ότι κάπου εδώ θα έβρισκε τις απαντήσεις που ήθελε. Άλλωστε, σε αυτό το μέρος έκανε την εμφάνισή του και ο Ευδόκιμος. Προχώρησε προς την πυκνή βλάστηση και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα και τα βάτα.
Ώρες μετά από μια άσκοπη περιπλάνηση και αφού η βροχή καταλάγιασε και το σούρουπο άρχισε να πέφτει, κατέληξε κουρασμένος και βρεγμένος ως το κόκκαλο, στο ξέφωτο. Κοίταξε γύρω του με περιέργεια. Χρόνια ολόκληρα ανέβαινε στο δάσος και αυτός και οι συγχωριανοί του. Ποτέ κανείς δεν το ’χε δει ούτε το ’χε αναφέρει. Πως το καλό ξεφύτρωσε από το πουθενά; Έκανε μερικά βήματα προς το κέντρο του και ξαφνικά σταμάτησε. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Στην αρχή ήταν αμυδρό, σαν παιχνίδισμα των τελευταίων ακτινών του ήλιου, αλλά όσο ο ήλιος χάνονταν από τον ορίζοντα, τόσο εκείνο γίνονταν πιο έντονο. Σαν μια χρυσή κλωστή που έφτανε στο έδαφος...... από που; Σήκωσε το κεφάλι του και το είδε να χάνεται κατακόρυφα στον ουρανό.... πέρα από τα σύννεφα.
«Τι διάολο;», έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω φοβισμένος. Από την μια ήθελε να τρέξει πίσω στην ασφάλεια του σπιτιού του και από την άλλη δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από αυτό το θαύμα.
.......
Ο Τάκης ήταν στο κτήμα από το πρωί κι επειδή δεν μπορούσε να κάνει καμιά εξωτερική δουλειά, εξαιτίας του καιρού, χώθηκε στο υπόστεγο και καταπιάστηκε με το μικρό τρακτέρ που είχε βλάβη. Όταν τέλειωσε με εκείνο, κάθισε σε ένα σκαμπό, έπιασε το ηλεκτρικό πριόνι και με μια λίμα τρόχιζε ένα-ένα τα μεταλλικά δόντια. Κάποια στιγμή του ξέφυγε το εργαλείο και έκοψε λίγο το δάχτυλό του.
«Γαμώτο!», είπε και σηκώθηκε.
Μέσα στο σπίτι είχε οινόπνευμα, βαμβάκι και τραυμαπλάστ. Μπήκε μέσα, περιποιήθηκε το τραύμα του και αποφάσισε να κάνει ένα διάλλειμα για καφέ, για να ξεκουραστεί λίγο. Καθώς περίμενε το νερό του να βράσει, χάζευε από το παράθυρο.
«Ο Βασίλης είναι αυτός; Τρελάθηκε; Τι κάνει με τέτοιο καιρό, εκεί έξω;», μονολόγησε.
Άνοιξε το παράθυρο και φώναξε, αλλά η βροχή ήταν πολύ δυνατή και η φωνή του δεν έφτασε τόσο μακριά. Έβγαλε το κινητό του για να τον καλέσει, αλλά δεν είχε σήμα. Περίεργο. Η κεραία ήταν στην κορυφή του βουνού. Αν υπήρχε ένα σημείο που τα τηλέφωνα είχαν την καλύτερη επικοινωνία, ήταν αυτό. Τι στο καλό; Βγήκε έξω από το σπίτι και ξανά φώναξε, αλλά μάταια. Ο Βασίλης χάθηκε πίσω από τα πρώτα δέντρα.
«Κοίτα τι με βάζει να κάνω τώρα!».
Γύρισε μέσα, ντύθηκε κατάλληλα και τον πήρε στο κατόπι.
......
Ο Ευδόκιμος δεν πίστευε στην τύχη του. Η πιο σοφή κίνηση που έκανε στη ζωή του, ήταν αυτή. Να φέρει τους καθρέφτες όσο πιο κοντά γίνονταν, στο σημείο που έψαχνε. Αν το ’χε κάνει νωρίτερα, θα είχε γλυτώσει την ταλαιπωρία και τις ώρες που περιπλανιόταν μέσα στο δάσος. Οι τρεις επιφάνειες άρχισαν να πάλλονται από την ενέργεια που βρίσκονταν διάσπαρτη στο χώρο. Έξω είχε σκοτεινιάσει αρκετά, πια. Η βροχή, είχε σχεδόν σταματήσει. Πήρε προσεκτικά τα κάτοπτρα στα χέρια του και βγήκε από το τζιπ. Τώρα ήξερε. Όσο πλησίαζε, τόσο οι επιφάνειες μάζευαν ενέργεια και γίνονταν πιο «ρευστές» και φωτεινές........ Δεν είχε τον Βασίλη...... βέβαια, αλλά η στιγμή ήταν τόσο ξεχωριστή, που δεν τον ένοιαζε πια...... Μια ολόκληρη ζωή περίμενε, γι’ αυτή ακριβώς τη στιγμή. Δεν θα την άφηνε να πάει χαμένη ......
«Χωρίς τη δική μου συμβολή..... όλο το γνωστό σύμπαν θα καταστραφεί..... Οι αχάριστοι! Ούτε τα κονδύλια για τις έρευνες δεν μου έδωσαν .... Αλλά όταν μαθευτεί, εγώ θα είμαι ήδη, πολύ μπροστά από όλους! Τότε θα τους δείξω, τι αξίζω!!!!», σκέφτηκε, καθώς η βροχή χτύπαγε το μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου.
........
Το κεφάλι του πονούσε φρικτά και ζαλίζονταν.
«Που βρίσκομαι;», ψιθύρισε.
Έκανε να σηκωθεί. Με λίγη δυσκολία τα κατάφερε. Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο του πελάτη.
«Εδώ ή εκεί;», αναρωτήθηκε, αλλά μόλις κοίταξε καλύτερα, συνειδητοποίησε ότι όλα, ήταν στην συνηθισμένη θέση τους. Το κρεβάτι, το παράθυρο.....
«Πως στο καλό, γύρισα;».
Και τότε το πρόσεξε.
«Οι καθρέφτες; Που πήγαν οι καθρέφτες;».
Βγήκε από το δωμάτιο τρεκλίζοντας, κρατώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Πολύ ώρα μετά κατάλαβε ότι σε εκείνο το σημείο, είχε ένα τεράστιο καρούμπαλο.
Η Ευρυδίκη στέκονταν στη βάση της σκάλας. Όταν είδε τον άντρα της, χλωμό με το ένα χέρι να κρατά το κεφάλι του και με το άλλο την κουπαστή και να κατεβαίνει σιγά-σιγά, ανησύχησε.
«Τι έπαθες, χριστιανέ μου;», τον ρώτησε.
«Τίποτα! Χτύπησα λίγο.....εεεεε.....», τι να της έλεγε τώρα; Ότι είχε εισβάλει στο ξένο δωμάτιο; Αποκλείεται!
«Μου έπεσε το κινητό... στο διάδρομο κάτω από το τραπέζι..... και όπως .... έκανα να σηκωθώ.... χτύπησα.... το κεφάλι μου.... από κάτω......», φτηνή δικαιολογία, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερη. Ευτυχώς για εκείνον, τον πίστεψε.
«Χτύπησες πολύ;»
«.... Εντάξει, είμαι. Θα.... περάσει.....».
Μόλις έφτασε δίπλα της, εκείνη άπλωσε το χέρι της.
«Σκύψε να δω.».
«Έλα μωρέ.... δεν είναι τίποτα.».
«Να βάλουμε λίγο πάγο.....».
«Όχι, καλά είμαι.....».
«Βασίλη..... Συγγνώμη..... για πριν.....».
Ο Βασίλης έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά στο στόμα.
«Εμένα με συγχωρείς, γλυκιά μου..... Είμαι λίγο..... στρεσαρισμένος τις τελευταίες μέρες..... Δεν φταις εσύ.....».
«Αν δεν θες.... Να του δώσω τα λεφτά... πίσω... και να πάει... στην ευχή της Παναγίας.... Αν είναι να τσακωνόμαστε.....».
«Δεν πειράζει, Εύη. Ότι έγινε, έγινε τώρα. Ας μην μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό.».
Την ξανά φίλησε.
«Εγώ θα πεταχτώ μέχρι.... έχω μια δουλειά. Θα αργήσω να γυρίσω.....», έφυγε από δίπλα της.
«Το μεσημέρι να ετοιμάσω....... να φάμε μαζί.....», η φωνή της έσβησε, καθώς ο Βασίλης χάθηκε από μπροστά της.
......
Η βροχή χτύπαγε με μανία πάνω στο αυτοκίνητο και οι υαλοκαθαριστήρες, έδιναν την εντύπωση ότι ήταν έτοιμοι να ξεκολλήσουν από τη θέση τους. Εκείνος, όμως, έσφιξε τα δόντια του, έσμιξε τα φρύδια του και παρά την μηδαμινή ορατότητα, συνέχισε να ανεβαίνει στον κακοτράχαλο δρόμο. Μόλις έφτασε κοντά στα δέντρα, άρπαξε το αδιάβροχο από το διπλανό κάθισμα, το φόρεσε με δυσκολία και βγήκε από το αυτοκίνητο. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς έψαχνε, αλλά υποψιάζονταν ότι κάπου εδώ θα έβρισκε τις απαντήσεις που ήθελε. Άλλωστε, σε αυτό το μέρος έκανε την εμφάνισή του και ο Ευδόκιμος. Προχώρησε προς την πυκνή βλάστηση και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα και τα βάτα.
Ώρες μετά από μια άσκοπη περιπλάνηση και αφού η βροχή καταλάγιασε και το σούρουπο άρχισε να πέφτει, κατέληξε κουρασμένος και βρεγμένος ως το κόκκαλο, στο ξέφωτο. Κοίταξε γύρω του με περιέργεια. Χρόνια ολόκληρα ανέβαινε στο δάσος και αυτός και οι συγχωριανοί του. Ποτέ κανείς δεν το ’χε δει ούτε το ’χε αναφέρει. Πως το καλό ξεφύτρωσε από το πουθενά; Έκανε μερικά βήματα προς το κέντρο του και ξαφνικά σταμάτησε. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Στην αρχή ήταν αμυδρό, σαν παιχνίδισμα των τελευταίων ακτινών του ήλιου, αλλά όσο ο ήλιος χάνονταν από τον ορίζοντα, τόσο εκείνο γίνονταν πιο έντονο. Σαν μια χρυσή κλωστή που έφτανε στο έδαφος...... από που; Σήκωσε το κεφάλι του και το είδε να χάνεται κατακόρυφα στον ουρανό.... πέρα από τα σύννεφα.
«Τι διάολο;», έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω φοβισμένος. Από την μια ήθελε να τρέξει πίσω στην ασφάλεια του σπιτιού του και από την άλλη δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από αυτό το θαύμα.
.......
Ο Τάκης ήταν στο κτήμα από το πρωί κι επειδή δεν μπορούσε να κάνει καμιά εξωτερική δουλειά, εξαιτίας του καιρού, χώθηκε στο υπόστεγο και καταπιάστηκε με το μικρό τρακτέρ που είχε βλάβη. Όταν τέλειωσε με εκείνο, κάθισε σε ένα σκαμπό, έπιασε το ηλεκτρικό πριόνι και με μια λίμα τρόχιζε ένα-ένα τα μεταλλικά δόντια. Κάποια στιγμή του ξέφυγε το εργαλείο και έκοψε λίγο το δάχτυλό του.
«Γαμώτο!», είπε και σηκώθηκε.
Μέσα στο σπίτι είχε οινόπνευμα, βαμβάκι και τραυμαπλάστ. Μπήκε μέσα, περιποιήθηκε το τραύμα του και αποφάσισε να κάνει ένα διάλλειμα για καφέ, για να ξεκουραστεί λίγο. Καθώς περίμενε το νερό του να βράσει, χάζευε από το παράθυρο.
«Ο Βασίλης είναι αυτός; Τρελάθηκε; Τι κάνει με τέτοιο καιρό, εκεί έξω;», μονολόγησε.
Άνοιξε το παράθυρο και φώναξε, αλλά η βροχή ήταν πολύ δυνατή και η φωνή του δεν έφτασε τόσο μακριά. Έβγαλε το κινητό του για να τον καλέσει, αλλά δεν είχε σήμα. Περίεργο. Η κεραία ήταν στην κορυφή του βουνού. Αν υπήρχε ένα σημείο που τα τηλέφωνα είχαν την καλύτερη επικοινωνία, ήταν αυτό. Τι στο καλό; Βγήκε έξω από το σπίτι και ξανά φώναξε, αλλά μάταια. Ο Βασίλης χάθηκε πίσω από τα πρώτα δέντρα.
«Κοίτα τι με βάζει να κάνω τώρα!».
Γύρισε μέσα, ντύθηκε κατάλληλα και τον πήρε στο κατόπι.
......
Ο Ευδόκιμος δεν πίστευε στην τύχη του. Η πιο σοφή κίνηση που έκανε στη ζωή του, ήταν αυτή. Να φέρει τους καθρέφτες όσο πιο κοντά γίνονταν, στο σημείο που έψαχνε. Αν το ’χε κάνει νωρίτερα, θα είχε γλυτώσει την ταλαιπωρία και τις ώρες που περιπλανιόταν μέσα στο δάσος. Οι τρεις επιφάνειες άρχισαν να πάλλονται από την ενέργεια που βρίσκονταν διάσπαρτη στο χώρο. Έξω είχε σκοτεινιάσει αρκετά, πια. Η βροχή, είχε σχεδόν σταματήσει. Πήρε προσεκτικά τα κάτοπτρα στα χέρια του και βγήκε από το τζιπ. Τώρα ήξερε. Όσο πλησίαζε, τόσο οι επιφάνειες μάζευαν ενέργεια και γίνονταν πιο «ρευστές» και φωτεινές........ Δεν είχε τον Βασίλη...... βέβαια, αλλά η στιγμή ήταν τόσο ξεχωριστή, που δεν τον ένοιαζε πια...... Μια ολόκληρη ζωή περίμενε, γι’ αυτή ακριβώς τη στιγμή. Δεν θα την άφηνε να πάει χαμένη ......