Μια στιγμή αδυναμίας, αλλά όσο το σκεφτόταν τόσο πιο ένοχη ένιωθε. «Αδυναμία», να μια λέξη που μόνο δικαιολογία μπορεί να είναι και όχι, «αναλαμβάνω την ευθύνη, για αυτό που έκανα». Και μετά έρχονται οι ενοχές να την βασανίζουν, γιατί η συνείδηση είχε αφυπνιστεί. Που ήταν η συνείδηση εκείνη την ώρα; Που διάολο είχε κρυφτεί και την άφησε, να γίνει έρμαιο, στην αγκαλιά ενός άλλου;
Δεν έφταιγε το κρασί, άλλωστε, ένα ποτηράκι είχε πιει μόνο. Ήταν η αίσθηση ότι είναι ακόμη επιθυμητή. Ότι, έστω και αν πέρασαν μερικά χρόνια, δεν είχε ξεθωριάσει, δεν είχε γίνει άχρωμη και μουντή. Αυτός ο φόβος είχε φωλιάσει στην ψυχή της και δεν έλεγε να φύγει. Ήταν ήδη σαράντα πέντε, σε λίγα χρόνια θα γινόταν πενήντα. Η ιδέα των χρόνων που πέρναγαν την τρόμαζε. Το σώμα της είχε αλλάξει. Δεν είχε ιδιαίτερα ρυτίδες στο πρόσωπο, αλλά εκείνη τις ένοιωθε σαν χαρακιές, εκεί και στο λαιμό της.
Ο άντρας της δεν έδινε και πολύ σημασία στις ανησυχίες της. Εκείνος είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα, αλλά δεν τον πείραζε. Υπήρχαν αρκετά στοιχεία που μαρτυρούσαν ότι στα νιάτα του ήταν όμορφος. Η κορμοστασιά του δεν είχε λυγίσει, τα μάτια του είχαν κρατήσει τη ζωηράδα και τη σπιρτάδα των νεανικών του χρόνων και τα μαλλιά του, πυκνά και ίσια, απλά, είχαν γκριζάρει στους κροτάφους. Ήταν άνθρωπος αφοσιωμένος στη δουλειά και την οικογένειά του. Προβλέψιμος, τρυφερός, συνηθισμένος. Αυτό ήταν το πρόβλημα, που εκείνη νόμιζε, ότι υπήρχε. Είχε χαθεί το πάθος. Αυτό, που τους κράταγε ξάγρυπνους, μέχρι το πρώτο φως της ημέρας.
Και η ρουτίνα, τους είχε γίνει τρόπος ζωής, μέχρι την μέρα που ο Άγγελος βρέθηκε στο δρόμος της. Δεν του είχε δώσει καμία σημασία. Αφενός γιατί ήταν μικρότερός της και αφετέρου γιατί η συνεργασία τους θα κράταγε μόνο μερικές μέρες. Ένας ακόμη άνθρωπος που θα πέρναγε για λίγο από τη ζωή της, λόγω δουλειάς και μετά θα χάνονταν όπως όλοι οι άλλοι. Ένα σπίτι θα του έβρισκε, εκείνος θα το αγόραζε και μετά τέλος, αλλά δεν έμελλε να γίνει ποτέ με αυτό τον τρόπο.
Γιατί; Γιατί είχε ανάγκη να ακούσει αυτά, που ένας ξένος θα της έλεγε και είχε ξεχάσει, να τα λέει ο άντρας της. Λόγια που κολακεύουν μια γυναίκα, σε όποια ηλικία και αν βρίσκεται. Αλλά το κακό δεν ήταν αυτό, το κακό ήταν που ενέδωσε, έστω και αν ήξερε ότι όλα ήταν εφήμερα. Λέξεις που σκόρπισαν στον αέρα και έγιναν πράξεις, για λίγο. Μόνο και μόνο για να τονώσουν τον εγωισμό της και την ματαιοδοξία της.
Από την αρχή ήταν καταδικασμένη σχέση, αν μπορεί κανείς να την ονομάσει σχέση. Δεν είχε τίποτα εκτός από πάθος, αυτό το συγκεκριμένο, που σβήνει στις αμέσως επόμενες στιγμές, γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο πιο κάτω. Δεν χρειάζεται ούτως ή άλλως. Είναι εκείνη η στιγμή, σαν ένα μπαλόνι που φουσκώνει και μετά εκρήγνυται. Ο αέρας χάνεται και τα κομμάτια από το πλαστικό σκορπούν εδώ και εκεί. Μετά τα μαζεύεις και τα πετάς. Ναι, αυτό κάνεις, γιατί έχεις ήδη μια ζωή, δεν αντέχεις να φτιάξεις και μια δεύτερη.
Δεν το είχε ξανακάνει. Δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη για κάτι τέτοιο. Γιατί τώρα; Πως θα έβγαινε από τον κυκεώνα που έφτιαξε; Να του το πει; Και μετά; Συνεχίζουν σαν να μην συμβαίνει τίποτα και το αγκάθι μένει για μια ζωή ή τα παρατάει όλα και φεύγει, γιατί δεν ήταν ικανή να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων; Και έστω, ότι γίνεται το δεύτερο. Που θα πήγαινε; Δεν ήξερε τίποτα άλλο από το να είναι σύζυγος. Μια σύζυγος που αγαπούσε τον άντρα της, αλλά τον πρόδωσε με τον χειρότερο τρόπο. Και άξιζε να τον πληγώσει τόσο πολύ; Εκείνος της ήταν πάντα πιστός. Ήξερε το πρόγραμμά του μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Από το πρωί που θα ξύπναγε, μέχρι το βράδυ που θα πήγαινε για ύπνο.
Και εκείνος το ίδιο από την μεριά του, για εκείνη. Το ότι κατάφερε και ξεγλίστρησε ήταν εύκολο. Όταν υπάρχει εμπιστοσύνη, πιστεύεις τα πάντα και την πίστεψε. Ας είχε, τουλάχιστον, υποψιαστεί κάτι. Ίσως, να μην έφτανε στο σημείο να υποκύψει. Πάλι δικαιολογίες. Να πιαστεί, για του ρίξει το μπαλάκι, αλλά δεν ήταν σωστό. Ήταν όλο δικό της το μερίδιο ευθύνης και έπρεπε να αντιμετωπίσει και να δεχθεί τις συνέπειες, όποιες και αν ήταν αυτές. Απόψε θα του το έλεγε.
Αλλά δεν το έκανε ούτε εκείνη ούτε καμία άλλη μέρα. Ο χρόνος σιγά σιγά το ξεθώριασε, μέχρι που έμεινε μόνο, μια θολή ανάμνηση, στο πίσω μέρος του μυαλού της.
Δεν το είχε ξανακάνει. Δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη για κάτι τέτοιο. Γιατί τώρα; Πως θα έβγαινε από τον κυκεώνα που έφτιαξε; Να του το πει; Και μετά; Συνεχίζουν σαν να μην συμβαίνει τίποτα και το αγκάθι μένει για μια ζωή ή τα παρατάει όλα και φεύγει, γιατί δεν ήταν ικανή να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων; Και έστω, ότι γίνεται το δεύτερο. Που θα πήγαινε; Δεν ήξερε τίποτα άλλο από το να είναι σύζυγος. Μια σύζυγος που αγαπούσε τον άντρα της, αλλά τον πρόδωσε με τον χειρότερο τρόπο. Και άξιζε να τον πληγώσει τόσο πολύ; Εκείνος της ήταν πάντα πιστός. Ήξερε το πρόγραμμά του μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Από το πρωί που θα ξύπναγε, μέχρι το βράδυ που θα πήγαινε για ύπνο.
Και εκείνος το ίδιο από την μεριά του, για εκείνη. Το ότι κατάφερε και ξεγλίστρησε ήταν εύκολο. Όταν υπάρχει εμπιστοσύνη, πιστεύεις τα πάντα και την πίστεψε. Ας είχε, τουλάχιστον, υποψιαστεί κάτι. Ίσως, να μην έφτανε στο σημείο να υποκύψει. Πάλι δικαιολογίες. Να πιαστεί, για του ρίξει το μπαλάκι, αλλά δεν ήταν σωστό. Ήταν όλο δικό της το μερίδιο ευθύνης και έπρεπε να αντιμετωπίσει και να δεχθεί τις συνέπειες, όποιες και αν ήταν αυτές. Απόψε θα του το έλεγε.
Αλλά δεν το έκανε ούτε εκείνη ούτε καμία άλλη μέρα. Ο χρόνος σιγά σιγά το ξεθώριασε, μέχρι που έμεινε μόνο, μια θολή ανάμνηση, στο πίσω μέρος του μυαλού της.