
Όπως και να το σκεφτόταν στο ίδιο συμπέρασμα κατέληγε. Είχε κάνει όλες τις προετοιμασίες σωστά. Αγόρασε τα λουλούδια που της άρεσαν, έβαλε κεριά παντού, σκόρπισε ροδοπέταλα σε όλο το δάπεδο. Είχε παραγγείλει το φαγητό που προτιμούσε.... φέρθηκε άψογα ως άντρας και ως άνθρωπος. Κι όμως, το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Του αρνήθηκε. Δεν δέχτηκε να τον παντρευτεί..... Κι ο λόγος;.... Άγνωστος..... Δεν του είπε το γιατί...
Έβγαιναν μαζί τρεις μήνες. Την είχε πρωτοδεί στο σπίτι του Αντρέα. Ήταν καλεσμένος στο πάρτυ. Δεν είχε σκοπό να πάει, αλλά, άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς για εκείνον, που το είχε κάνει. Καθόταν στον καναπέ και βαριόταν, όταν πέρασε από μπροστά του κατευθυνόμενη στο μπαράκι που ήταν στημένο, για να πάρει ποτό. Του κόπηκε η ανάσα από την ομορφιά της. Περπατούσε όλο χάρη και αυτοπεποίθηση. Ήταν σαν θεά μέσα στο εμπριμέ της φόρεμα. Τα μαύρα κοντοκουρεμμένα μαλλιά της έπεφταν ανάλαφρα ως τη βάση του λαιμού της. Τίποτε επιτηδευμένο.... όλη η κίνησή της φαίνονταν να είναι φυσική.
Σαν υπνωτισμένος βρέθηκε δίπλα της. Δεν είχε καταλάβει πότε σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε κοντά της. Μόλις του χαμογέλασε ένοιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Είχε να το πάθει αυτό από τότε που ήταν έφηβος... Δεν ήξερε αν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Λες και είχε καταπιεί τη γλώσσα του.
«Λίγο βαρετά δεν είναι εδώ, απόψε;», τον ρώτησε.
«Εεε....», ήταν η απάντησή του.
«Νομίζω ότι σε είδα να χασμουριέσαι προηγουμένως στον καναπέ....».
«Εεεε... ναι, συγγνώμη έχεις δίκιο... όντως είναι λίγο βαρετά.», επιτέλους η φωνή του ακούστηκε. «Είπα να πάρω και εγώ ένα ποτό μπας και αλλάξει λίγο η διάθεση.... Παρήγγειλες;»
«Ναι, μια μαργαρίτα.»
«Ωραία, θα πάρω και εγώ μία. Φίλιππας...»
«Ορίστε;», τον ρώτησε.
«Φίλιππα με λένε, εσένα;»
«Σοφία.»
Πήραν τα ποτά τους και βγήκαν στο μπαλκόνι. Η νύχτα τους τύλιξε στα μαύρα πέπλα της. Κανείς άλλος δεν ήταν έξω. Ο θόρυβος από το σπίτι ακούγονταν σαν βόμβος στα αυτιά τους. Τα φώτα της πόλης, πέρα μακριά, λαμπύριζαν σαν άστρα. Κι εκεί έξω, τόσο απλά, την ερωτεύθηκε.....
Σηκώθηκε από το στρωμένο ακόμα τραπέζι, με το κεφάλι του να βουίζει. Είχε αποτελειώσει μόνος του το κρασί που έμεινε. Με πικρή, ακόμη, τη γεύση από την εξέλιξη των πραγμάτων, προχώρησε προς την κουζίνα να πιει λίγο νερό και τότε τον είδε. Ένας φάκελος, τοποθετημένος πάνω στο κομό του χολ. Τον πήρε στα χέρια του και τον κοίταξε. Τον ένοιωθε να καίει κάτω από τα δάχτυλά του. Δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να τον ανοίξει, δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε να ξέρει.... Εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που δεν άντεχε την πραγματικότητα, τον κράταγε πίσω. Τελικά, μετά από αρκετή ώρα, αποφάσισε να τον ανοίξει και να διαβάσει.....
«Συγγνώμη, αγάπη μου.
Θα σου φανεί πολύ φθηνό να σου πω ότι σε αγαπώ, αλλά δεν γίνεται να συνεχίσω. Όλο αυτό ξεκίνησε σαν πλάκα.... Από ένα ανόητο στοίχημα, που ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που δέχτηκα να συμμετέχω.
Έχεις όλο το δίκιο του κόσμου να με μισείς και δεν σε αδικώ. Το ίδιο θα ένοιωθα κι εγώ στη θέση σου. Δεν σου αξίζω. Σε πλήγωσα. Με όση αξιοπρέπεια μου μένει, φεύγω από τη ζωή σου. Σου αξίζει να ζήσεις ευτυχισμένος με κάποια που θα σου φερθεί τίμια....»
Το χαρτί γλίστρησε από τα χέρια του. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έφυγε.
Σε λίγα λεπτά ήταν στο σπίτι του Αντρέα. Το πως βρέθηκε να τον κρατά από τον λαιμό δεν το συνειδητοποίησε, παρά μόνο όταν άρχισε εκείνος να σπαρταρά κάτω από τα χέρια του. Τον άφησε απότομα και έπεσε με δύναμη στον καναπέ.
«Γιατί; Πες μου, μόνο, γιατί; Σε νόμιζα φίλο, αλλά τελικά ένα φίδι είσαι, έτσι;»
Ο Αντρέας ξερόβηχε και προσπαθούσε να ανακτήσει την αναπνοή του από το σφίξιμο...
«Συγγνώμη, Φίλιππε..... Ξεκίνησε σαν αστείο.... Δεν φαντάστηκα ποτέ.... ότι θα φτάσεις στο σημείο να την ερωτευθείς.... Νόμιζα ότι θα την έδιωχνες κι αυτή όπως τις άλλες..... Όχι φίλε, δεν το περίμενα ποτέ ότι θα έφτανες..... να θες να την παντρευτείς....»
«Που θα τη βρω;», τον ρώτησε.
«Δε... δεν.... ξέρω....», του απάντησε.
«Τώρα πες μου, γιατί δεν ξέρω τι είμαι ικανός να κάνω...», τον απείλησε.
Του έδωσε μια διεύθυνση στη Ρόδο. Το σκέφτηκε πολύ. Μια εβδομάδα μετά πήρε το αεροπλάνο και κατέβηκε στο νησί των ιπποτών. Ήταν σίγουρος τι ήθελε. Είχε κάνει έρευνες για εκείνη και είχε μάθει ότι ήταν γιατρός. Με τον Αντρέα ήταν ξαδέλφια. Στην αρχή δεν ήθελε να παίξει το παιχνίδι που είχε στήσει ο Αντρέας, αλλά όταν τον είδε στο πάρτυ, της άρεσε και ενέδωσε. Δεν είχε φανταστεί ότι θα τον ερωτεύονταν. Ταίριαζαν σε αυτό με τον Φίλιππα. Δεν ήθελαν μακροχρόνιες σχέσεις..... Και όλα αυτά μέχρι που συναντήθηκαν.... Τότε άλλαξαν όλα.....
Έφτασε με το ταξί έξω από την πόρτα της.
« Σε συγχωρώ....», της είπε μόλις του άνοιξε και την πήρε στην αγκαλιά του. «Θα με παντρευτείς, επιτέλους;»
«Ναι....», του απάντησε με δάκρυα στα μάτια.
Έβγαιναν μαζί τρεις μήνες. Την είχε πρωτοδεί στο σπίτι του Αντρέα. Ήταν καλεσμένος στο πάρτυ. Δεν είχε σκοπό να πάει, αλλά, άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς για εκείνον, που το είχε κάνει. Καθόταν στον καναπέ και βαριόταν, όταν πέρασε από μπροστά του κατευθυνόμενη στο μπαράκι που ήταν στημένο, για να πάρει ποτό. Του κόπηκε η ανάσα από την ομορφιά της. Περπατούσε όλο χάρη και αυτοπεποίθηση. Ήταν σαν θεά μέσα στο εμπριμέ της φόρεμα. Τα μαύρα κοντοκουρεμμένα μαλλιά της έπεφταν ανάλαφρα ως τη βάση του λαιμού της. Τίποτε επιτηδευμένο.... όλη η κίνησή της φαίνονταν να είναι φυσική.
Σαν υπνωτισμένος βρέθηκε δίπλα της. Δεν είχε καταλάβει πότε σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε κοντά της. Μόλις του χαμογέλασε ένοιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Είχε να το πάθει αυτό από τότε που ήταν έφηβος... Δεν ήξερε αν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Λες και είχε καταπιεί τη γλώσσα του.
«Λίγο βαρετά δεν είναι εδώ, απόψε;», τον ρώτησε.
«Εεε....», ήταν η απάντησή του.
«Νομίζω ότι σε είδα να χασμουριέσαι προηγουμένως στον καναπέ....».
«Εεεε... ναι, συγγνώμη έχεις δίκιο... όντως είναι λίγο βαρετά.», επιτέλους η φωνή του ακούστηκε. «Είπα να πάρω και εγώ ένα ποτό μπας και αλλάξει λίγο η διάθεση.... Παρήγγειλες;»
«Ναι, μια μαργαρίτα.»
«Ωραία, θα πάρω και εγώ μία. Φίλιππας...»
«Ορίστε;», τον ρώτησε.
«Φίλιππα με λένε, εσένα;»
«Σοφία.»
Πήραν τα ποτά τους και βγήκαν στο μπαλκόνι. Η νύχτα τους τύλιξε στα μαύρα πέπλα της. Κανείς άλλος δεν ήταν έξω. Ο θόρυβος από το σπίτι ακούγονταν σαν βόμβος στα αυτιά τους. Τα φώτα της πόλης, πέρα μακριά, λαμπύριζαν σαν άστρα. Κι εκεί έξω, τόσο απλά, την ερωτεύθηκε.....
Σηκώθηκε από το στρωμένο ακόμα τραπέζι, με το κεφάλι του να βουίζει. Είχε αποτελειώσει μόνος του το κρασί που έμεινε. Με πικρή, ακόμη, τη γεύση από την εξέλιξη των πραγμάτων, προχώρησε προς την κουζίνα να πιει λίγο νερό και τότε τον είδε. Ένας φάκελος, τοποθετημένος πάνω στο κομό του χολ. Τον πήρε στα χέρια του και τον κοίταξε. Τον ένοιωθε να καίει κάτω από τα δάχτυλά του. Δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να τον ανοίξει, δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε να ξέρει.... Εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που δεν άντεχε την πραγματικότητα, τον κράταγε πίσω. Τελικά, μετά από αρκετή ώρα, αποφάσισε να τον ανοίξει και να διαβάσει.....
«Συγγνώμη, αγάπη μου.
Θα σου φανεί πολύ φθηνό να σου πω ότι σε αγαπώ, αλλά δεν γίνεται να συνεχίσω. Όλο αυτό ξεκίνησε σαν πλάκα.... Από ένα ανόητο στοίχημα, που ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που δέχτηκα να συμμετέχω.
Έχεις όλο το δίκιο του κόσμου να με μισείς και δεν σε αδικώ. Το ίδιο θα ένοιωθα κι εγώ στη θέση σου. Δεν σου αξίζω. Σε πλήγωσα. Με όση αξιοπρέπεια μου μένει, φεύγω από τη ζωή σου. Σου αξίζει να ζήσεις ευτυχισμένος με κάποια που θα σου φερθεί τίμια....»
Το χαρτί γλίστρησε από τα χέρια του. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έφυγε.
Σε λίγα λεπτά ήταν στο σπίτι του Αντρέα. Το πως βρέθηκε να τον κρατά από τον λαιμό δεν το συνειδητοποίησε, παρά μόνο όταν άρχισε εκείνος να σπαρταρά κάτω από τα χέρια του. Τον άφησε απότομα και έπεσε με δύναμη στον καναπέ.
«Γιατί; Πες μου, μόνο, γιατί; Σε νόμιζα φίλο, αλλά τελικά ένα φίδι είσαι, έτσι;»
Ο Αντρέας ξερόβηχε και προσπαθούσε να ανακτήσει την αναπνοή του από το σφίξιμο...
«Συγγνώμη, Φίλιππε..... Ξεκίνησε σαν αστείο.... Δεν φαντάστηκα ποτέ.... ότι θα φτάσεις στο σημείο να την ερωτευθείς.... Νόμιζα ότι θα την έδιωχνες κι αυτή όπως τις άλλες..... Όχι φίλε, δεν το περίμενα ποτέ ότι θα έφτανες..... να θες να την παντρευτείς....»
«Που θα τη βρω;», τον ρώτησε.
«Δε... δεν.... ξέρω....», του απάντησε.
«Τώρα πες μου, γιατί δεν ξέρω τι είμαι ικανός να κάνω...», τον απείλησε.
Του έδωσε μια διεύθυνση στη Ρόδο. Το σκέφτηκε πολύ. Μια εβδομάδα μετά πήρε το αεροπλάνο και κατέβηκε στο νησί των ιπποτών. Ήταν σίγουρος τι ήθελε. Είχε κάνει έρευνες για εκείνη και είχε μάθει ότι ήταν γιατρός. Με τον Αντρέα ήταν ξαδέλφια. Στην αρχή δεν ήθελε να παίξει το παιχνίδι που είχε στήσει ο Αντρέας, αλλά όταν τον είδε στο πάρτυ, της άρεσε και ενέδωσε. Δεν είχε φανταστεί ότι θα τον ερωτεύονταν. Ταίριαζαν σε αυτό με τον Φίλιππα. Δεν ήθελαν μακροχρόνιες σχέσεις..... Και όλα αυτά μέχρι που συναντήθηκαν.... Τότε άλλαξαν όλα.....
Έφτασε με το ταξί έξω από την πόρτα της.
« Σε συγχωρώ....», της είπε μόλις του άνοιξε και την πήρε στην αγκαλιά του. «Θα με παντρευτείς, επιτέλους;»
«Ναι....», του απάντησε με δάκρυα στα μάτια.