Η Μαρίνα άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι με τον καφέ στο χέρι. Ατένισε για λίγο την τόσο γνώριμη θέα των τελευταίων τριών χρόνων, αλλά αυτό δεν τη βοήθησε καθόλου. Η ψυχή της ήταν κρύα και παγωμένη περισσότερο και από μια χειμωνιάτικη νύχτα. Ο ήλιος προσπάθησε να παίξει μαζί της. Έριξε το φως του και την ζεστασιά του στο πρόσωπο και στο κορμί της αλλά εκείνη αντί να ζεσταθεί, αναρρίγυρσε.
Ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπέζι και άναψε ένα τσιγάρο. Είχε πολύ καιρό να καπνίσει. Το ’χε κόψει, αλλά αυτή τη στιγμή αισθάνθηκε ότι ήταν ο μόνος τρόπος να κρατηθεί και να παρηγορηθεί. Μεγάλο λάθος, το ’ξερε. Θα της γινόταν ξανά συνήθεια, αλλά λίγο την ένοιαζε πια. Όλα είχαν τελειώσει......
Ο Βασίλης είχε διαβεί την πόρτα του σπιτιού τους από χθες το βράδυ, μετά τον τελευταίο τσακωμό, που ήταν ο χειρότερος από όλους. «Ήταν μεγάλο σφάλμα να παντρευτούμαι», της είπε. «Δεν το βλέπεις ότι δεν υπάρχει τίποτα πια;», και βρόντηξε την πόρτα πίσω του επισφραγίζοντας τα τελευταία του λόγια, δίνοντας έτσι τέλος σε ένα γάμο που ποτέ, ούτε και η ίδια ήξερε γιατί, συνέχιζαν.
Έβγαλε τη βέρα και την ακούμπησε δίπλα στον καφέ. Έπρεπε να νιώθει ανακούφιση. Το είχε καταλάβει και η ίδια πως η σχέση τους από την αρχή ήταν αρρωστημένη, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν έφτανε αυτό το συναίσθημα. Η δύναμη της συνήθειας είχε πλέξει τους ιστούς της γύρω τους και ο κλοιός έσφιγγε όλο και περισσότερο. Οι προσπάθειες τους δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Έκαναν, απλά, τα πράγματα χειρότερα. Κάποιος έπρεπε να σπάσει τα δεσμά και τη δύναμη την βρήκε ο Βασίλης, όχι εκείνη. Ίσως αργότερα να τον ευγνωμονούσε για αυτή του την κίνηση. «Αργότερα ποιος ξέρει;», σκέφτηκε. Αυτές τις στιγμές, ένιωθε άδεια και μόνη.