Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Καλοκαίρι στη Χαλκιδική

Άνοιξε το ψυγείο για να βάλει κρύο νερό στο ποτήρι του, το ήπιε λαίμαργα και ξαναγέμισε το ποτήρι. Έβαλε το μπουκάλι στη θέση του και το ’κλεισε. Η μεταλλική επιφάνεια του ήταν διάσπαρτη από φωτογραφίες κολλημένες με μαγνητάκια. 
Μαζί σε μια παραλία στη Ρόδο, την ώρα που δύει ο ήλιος,  εκείνη να κάθεται σε ένα τραπεζάκι στην 8η λεωφόρο της Νέας Υόρκης, να διαβάζει εφημερίδα, εκείνος να φορά το αλεξίπτωτο, να κατευθύνεται στο μικρό αεροπλάνο παραπέρα, για να κάνει το άλμα από τον ουρανό, στη Βουλγαρία, μαζί στο Dubai, μπροστά στο Burj al Arab. Όλες, από τις καλύτερες στιγμές που πέρασαν,  όσα χρόνια είναι μαζί. Και κάπου, ανάμεσα, υπήρχε  ένα μήνυμα γραμμένο πάνω σε ένα χαρτί, κομμένο από τις σελίδες του ημερολογίου. Η ημερομηνία ήταν παλιά, αλλά το μήνυμα είχε γραφτεί την προηγούμενη μέρα. 
«Μωρό μου! Το φαγητό είναι στο φούρνο. Μόλις φας μπορείς  να το βάλεις στο ψυγείο να μην χαλάσει; Μην ξεχάσεις το θερμοσίφωνο αναμμένο πάλι, καλά; Εγώ θα αργήσω σήμερα λίγο, μην με περιμένεις. Θα σε πάρω αργότερα να μιλήσουμε. 
Σε αγαπώ πολύ! Μου λείπεις!! Φιλιά!!!!»
Κοίταξε το ρολόι στην κουζίνα. Δύο παρά τέταρτο. Μα τι στο καλό; Γιατί δεν είχε γυρίσει ακόμα; Άγρια μεσάνυχτα κι εκείνη ήταν ακόμη στη δουλειά; Έψαξε το κινητό του. Δεν θυμόταν που το είχε παρατήσει, όταν μίλησαν μαζί νωρίτερα κατά τις δέκα. Γύρισε όλα τα δωμάτια, όταν τελικά το βρήκε πάνω στο μαξιλάρι της στην κρεβατοκάμαρα. Σωστά. Εκεί το άφησε όταν τον πήρε, να του πει, ότι ήθελε ακόμη κανά δυο ωρίτσες να τελειώσει πριν γυρίσει στο σπίτι.
Πάτησε το πλήκτρο και εμφανίστηκε το όνομά της. Την ώρα που άρχισε να καλεί, άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη είχε ήδη μπει στο σαλόνι, άφησε την τσάντα της και τους φακέλους πάνω στο τραπέζι και έκατσε με φόρα πάνω στον καναπέ. 
«Δεν αντέχω άλλο...... Είμαι κομμάτια!», είπε, έγειρε το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ κι έκλεισε τα μάτια της. «Τι θα γίνει με αυτό το πράγμα, δεν ξέρω. Άσε που δεν πληρώνομαι τις υπερωρίες, δεν με αφήνει και να φύγω, η σκύλα.....», συνέχισε.
«Έλα γλυκιά μου! Τώρα είσαι εδώ, όχι στη δουλειά. Έφαγες τίποτα;», τη ρώτησε τρυφερά και την αγκάλιασε. «Έφτιαξα, μερικά σάντουιτς το απόγευμα να φάω κι έμειναν δυο. Πάω στην κουζίνα να σου τα φέρω.», σηκώθηκε και πήγε μέσα. Μέχρι να γυρίσει, τη βρήκε ξαπλωμένη, σε εμβρυική στάση να κοιμάται βαθιά. 
Τη σήκωσε μαλακά στα χέρια του, εκείνη άπλωσε τα δικά της και αγκάλιασε τον λαιμό του. Την πήγε στο κρεβάτι, την απέθεσε πάνω στα δροσερά σεντόνια, της έβγαλε τα παπούτσια, το παντελόνι, την μπλούζα και την σκέπασε. Την άφησε να κοιμηθεί και βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει ένα τσιγάρο πριν πάει να ξαπλώσει δίπλα της. Έπρεπε να σηκωθεί το πρωί να πάει για δουλειά, αν και ήξερε ότι δύσκολα θα τον έπιανε ο ύπνος μέχρι το πρωί. 
Η νύχτα ήταν αρκετά ζεστή και ανέφελη. Τα αστέρια δεν φαίνονταν, εξαιτίας των φώτων της πόλης. Μικροί, μικροί πλανήτες, χωρίς ατμόσφαιρα, χωρίς ζωή, να παίρνουν φως από τον ήλιο και να το αντανακλούν στο διάστημα. Ήταν κρίμα που δεν μπορούσε να τα δει. Έκλεισε τα μάτια του ταξιδεύοντας μακριά, στην παραλία της Χαλκιδικής, το βράδυ που τη γνώρισε. Ένα βράδυ, ακριβώς σαν το αποψινό.
Ο φίλος του ο Μάκης, τον είχε προσκαλέσει στο πατρικό του, για μια εβδομάδα. Δεν είχε σχέση εκείνο το διάστημα, γιατί ο χειμώνας απαιτούσε όλη την του την προσοχή στη δουλειά. Που καιρός για γνωριμίες; Όλη την ημέρα στο μαγαζί, να κάνει προσπάθειες να εδραιωθεί σε μια δύσκολη αγορά. Οι κόποι του όμως ανταμείφθηκαν και μέχρι το καλοκαίρι, όλα ήταν υπό έλεγχο.
Η αδελφή του τον βοήθησε πολύ, τότε. Μαζί του σε όλα τα δύσκολα και όταν ήρθε το καλοκαίρι, άρχισε τη «μουρμούρα».... «Άντε! Ακόμη να βρεις που θα πας για μια εβδομάδα; Επιβάλλεται να ξεκουραστείς! Δεν βγαίνει χειμώνας, χωρίς να πας κάπου και να αλλάξεις παραστάσεις. Να πας εσύ τώρα, για να μπορέσω να πάω κι εγώ μετά με τον Ηλία, μόλις πάρει την άδειά του......». Για να γλυτώσει από την επιμονή της έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα. Δεν τα έβγαζε πέρα, παρόλο που ήταν αδελφή του..... Πωπω, ούτε ήθελε να ξέρει τι τράβαγε ο γαμπρός του...
Αν και... υποψιάζονταν με πιο τρόπο τα κατάφερνε. Την λάτρευε, δεν της χάλαγε χατίρι και έκανε πράγματα για εκείνη πριν η ίδια συνειδητοποιήσει ότι τα ήθελε.  Ζήλευε αυτό που είχαν μεταξύ τους. Ήταν αμοιβαίο και φανερό σε όλους. Τους είχε πρότυπο μες το μυαλό του. Ίσως γι’ αυτό να μην έβρισκε την κατάλληλη. Άσε που δεν το’ χε ψάξει κιόλας.

8 σχόλια:

  1. Ωραία αρχή! Καλός σχεδιασμός χαρακτήρων. Περιμένω να διαβάσω την συνέχεια.
    Με όλο το θάρρος: Επισημαίνω κάτι λαθάκια.
    «Εκείνη να κάθεται» το σωστό.
    ή «Εκείνος να κατευθύνεται»
    Ελπίζω να μη σε πειράζει γιατί το κάνω με όλη μου την εκτίμηση. Άλλωστε κι εγώ παρακαλώ να μου επισημαίνουν τα λάθη μου - και κάνω αρκετά- και χαίρομαι όταν μου τα δείχνουν.
    Καλό σου βράδυ και γρήγορα την συνέχεια παρακαλω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χριστόφορε,
    σε ευχαριστώ πολύ για την επισήμανση. Κάποτε ήμουν καλύτερη στην ορθογραφία, αλλά πέρασαν αιώνες από τότε. Θα ήθελα επίσης να μου λες αν και στις προτάσεις κάτι δεν πάει καλά. Δηλαδή, αν κάνω λάθη στο συντακτικό ή αν δεν ταιριάζουν κάποιες λέξεις. Είναι πολύ σημαντική βοήθεια αυτή και θα με βοηθήσει να βελτιωθώ.
    Να είσαι πάντα καλά!!!!! Την καλημέρα μου!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πολύ καλό το βρήκα νασαι καλά.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. καταπληκτικό! πολύ καλή εβδομάδα γειτόνισσα! φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. homemade,
    σε ευχαριστώ πολύ, να περνάς καλά!!!!!!!!! Καλό καλοκαίρι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Leviathan,
    ευχαριστώ πολύ πολύ!!!!!!!!
    Καλή εβδομάδα και σε σένα!!! Φιλιά πολλά, γείτονα!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ξέρεις μου άρεσε πολύ αυτό που έγραψες!!!!!!
    Και εύχομαι να γράφω σαν κι εσένα....
    Φιλιά πολλά από Κουκλόσπιτο!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Κουκλόπιστο,
    σε ευχαριστώ πολύ πολύ!!! Φιλάκια φιλάκια πολλά πολλά!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τσιγάρο Κρέας ....

Να διευκρινίσω αρχικά ότι δεν θέλω να επιτεθώ σε κανέναν. Μια σκέψη θέλω να καταθέσω, επειδή τυγχάνει να είμαι και καπνίστρια και ......