
Είχε αποφασιστεί από όλη την παρέα. Όλες ήθελαν νησί φέτος και οι τρεις. Οι ζέστες είχαν σφίξει για τα καλά, οπότε τι καλύτερο από το να πάνε στη Σαντορίνη....
Αφού το αποφάσισαν, είπαν να το ανακοινώσουν και στη Δήμητρα, αλλά υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Η Δήμητρα δεν ήθελε ν’ ακούσει για Σαντορίνη. Είχε πάει κάποτε και το μόνο που της είχε μείνει ήταν μια πικρή γεύση από εκείνες τις διακοπές. Δεν κατάφεραν να την πείσουν. Το υποψιάζονταν ότι ίσως να έλεγε όχι, αλλά διάβολε, είχαν περάσει χρόνια.
Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε ρήξη στη σχέση τους. Έκαναν παρέα από το λύκειο. Η Αντιγόνη, η Μαρία, η Βάσω και η Δήμητρα. Υπήρχε καλή χημεία ανάμεσά τους και μέχρι να τελειώσουν με το σχολείο και τα διαβάσματα, η φιλία τους είχε γίνει βράχος. Δεν θα άφηναν αυτό το γεγονός να τους τη χαλάσει. Το συζήτησαν και κατέληξαν να κάνουν χώρια τις διακοπές τους χωρίς κακία και τσακωμούς. Εξάλλου δεν είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Κάποια στιγμή θα διαφωνούσαν, τι ποιο λογικό; Έκλεισαν ξενοδοχείο, εισιτήρια και επιβιβάστηκαν στο πλοίο για το ταξίδι. Η Δήμητρα από την προβλήτα τους χαμογελούσε χαιρετώντας. Δεν τους κράταγε μούτρα. Ήξερε πόσο πολύ το ήθελαν να πάνε που δεν βάσταγε η καρδιά της να τις φέρει σε δύσκολη θέση. Τι έφταιγαν εκείνες, επειδή η ίδια είχε πρόβλημα;
Αφού το πλοίο απομακρύνθηκε από το λιμάνι, γύρισε να φύγει για να πάει στο πάρκιν να πάρει το αυτοκίνητο. Σ’ αυτή τη μικρή διαδρομή, ήρθαν όλα τόσο ζωντανά στο μυαλό της, που για μια στιγμή σταμάτησε το περπάτημα για να δει που βρίσκεται. Τόσα χρόνια και λες και ήταν χθες που μες το πλοίο για Σαντορίνη γνώρισε τον Αλέξη.
Η θάλασσα ήταν γαλήνια και έκανε ζέστη. Σκέφτηκε, τότε, να πάει στο μπαρ του πλοίου να πάρει κάτι δροσερό να πιει. Την ώρα που πήρε το χυμό στα χέρια της κι έκανε να γυρίσει, έπεσε πάνω του, με αποτέλεσμα ο μισός χυμός να χυθεί στο μπλουζάκι του. Έμεινε να κοιτάζει το λεκέ με το στόμα ανοιχτό. Όταν κατάλαβε τι έγινε, ψέλλισε ένα «Συγγνώμη...» και τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος στην αρχή ξαφνιάστηκε, στη συνέχεια όμως της χαμογέλασε. «Δεν τρέχει τίποτα.... με δρόσισες!», της είπε. «Με την ευκαιρία...Αλέξης.», της συστήθηκε. Ούτε το όνομά της δεν θυμόταν να πει, «Εεεε...Δήμητρα....». Από εκεί και μετά ξεκίνησαν όλα.
Έκαναν παρέα μέχρι να φτάσουν στο νησί. Από καθαρή τύχη είχαν κλείσει δωμάτια στο ίδιο ξενοδοχείο. Τα πρωινά έπαιρναν το πρωινό τους εκεί και μετά κατέβαιναν στις παραλίες για μπάνιο. Έτρωγαν στα ταβερνάκια, έκαναν βόλτες είτε με τα πόδια είτε με τα γαϊδουράκια. Οι μέρες πέρναγαν και οι δύο τους φαίνονταν τόσο, μα τόσο, ερωτευμένοι.... λες και βρίσκονταν ναυαγοί σε εξωτικό νησί, μέχρι την αποφράδα μέρα που ήρθε ο πατέρας του για να τον πάρει.
Τι περίμενε δηλαδή; Ήταν και οι δυο τους δεκαοχτώ χρονών. Η ζωή τώρα ξεκινούσε για αυτούς. Η Δήμητρα ήταν πρωτοετής στο πανεπιστήμιο της νομικής, ο Αλέξης σπούδαζε στην Αμερική οικονομικά.... Αντάλλαξαν τηλέφωνα, διεύθυνσης, αλλά η ζωή είχε προγραμματίσει άλλα πράγματα γι’ αυτούς. Ούτως ή άλλως οι αποστάσεις ήταν τεράστιες, τα χρόνια πολλά και εκείνος δεν άντεχε να περιμένει.....
Αφού το αποφάσισαν, είπαν να το ανακοινώσουν και στη Δήμητρα, αλλά υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Η Δήμητρα δεν ήθελε ν’ ακούσει για Σαντορίνη. Είχε πάει κάποτε και το μόνο που της είχε μείνει ήταν μια πικρή γεύση από εκείνες τις διακοπές. Δεν κατάφεραν να την πείσουν. Το υποψιάζονταν ότι ίσως να έλεγε όχι, αλλά διάβολε, είχαν περάσει χρόνια.
Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε ρήξη στη σχέση τους. Έκαναν παρέα από το λύκειο. Η Αντιγόνη, η Μαρία, η Βάσω και η Δήμητρα. Υπήρχε καλή χημεία ανάμεσά τους και μέχρι να τελειώσουν με το σχολείο και τα διαβάσματα, η φιλία τους είχε γίνει βράχος. Δεν θα άφηναν αυτό το γεγονός να τους τη χαλάσει. Το συζήτησαν και κατέληξαν να κάνουν χώρια τις διακοπές τους χωρίς κακία και τσακωμούς. Εξάλλου δεν είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Κάποια στιγμή θα διαφωνούσαν, τι ποιο λογικό; Έκλεισαν ξενοδοχείο, εισιτήρια και επιβιβάστηκαν στο πλοίο για το ταξίδι. Η Δήμητρα από την προβλήτα τους χαμογελούσε χαιρετώντας. Δεν τους κράταγε μούτρα. Ήξερε πόσο πολύ το ήθελαν να πάνε που δεν βάσταγε η καρδιά της να τις φέρει σε δύσκολη θέση. Τι έφταιγαν εκείνες, επειδή η ίδια είχε πρόβλημα;
Αφού το πλοίο απομακρύνθηκε από το λιμάνι, γύρισε να φύγει για να πάει στο πάρκιν να πάρει το αυτοκίνητο. Σ’ αυτή τη μικρή διαδρομή, ήρθαν όλα τόσο ζωντανά στο μυαλό της, που για μια στιγμή σταμάτησε το περπάτημα για να δει που βρίσκεται. Τόσα χρόνια και λες και ήταν χθες που μες το πλοίο για Σαντορίνη γνώρισε τον Αλέξη.
Η θάλασσα ήταν γαλήνια και έκανε ζέστη. Σκέφτηκε, τότε, να πάει στο μπαρ του πλοίου να πάρει κάτι δροσερό να πιει. Την ώρα που πήρε το χυμό στα χέρια της κι έκανε να γυρίσει, έπεσε πάνω του, με αποτέλεσμα ο μισός χυμός να χυθεί στο μπλουζάκι του. Έμεινε να κοιτάζει το λεκέ με το στόμα ανοιχτό. Όταν κατάλαβε τι έγινε, ψέλλισε ένα «Συγγνώμη...» και τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος στην αρχή ξαφνιάστηκε, στη συνέχεια όμως της χαμογέλασε. «Δεν τρέχει τίποτα.... με δρόσισες!», της είπε. «Με την ευκαιρία...Αλέξης.», της συστήθηκε. Ούτε το όνομά της δεν θυμόταν να πει, «Εεεε...Δήμητρα....». Από εκεί και μετά ξεκίνησαν όλα.
Έκαναν παρέα μέχρι να φτάσουν στο νησί. Από καθαρή τύχη είχαν κλείσει δωμάτια στο ίδιο ξενοδοχείο. Τα πρωινά έπαιρναν το πρωινό τους εκεί και μετά κατέβαιναν στις παραλίες για μπάνιο. Έτρωγαν στα ταβερνάκια, έκαναν βόλτες είτε με τα πόδια είτε με τα γαϊδουράκια. Οι μέρες πέρναγαν και οι δύο τους φαίνονταν τόσο, μα τόσο, ερωτευμένοι.... λες και βρίσκονταν ναυαγοί σε εξωτικό νησί, μέχρι την αποφράδα μέρα που ήρθε ο πατέρας του για να τον πάρει.
Τι περίμενε δηλαδή; Ήταν και οι δυο τους δεκαοχτώ χρονών. Η ζωή τώρα ξεκινούσε για αυτούς. Η Δήμητρα ήταν πρωτοετής στο πανεπιστήμιο της νομικής, ο Αλέξης σπούδαζε στην Αμερική οικονομικά.... Αντάλλαξαν τηλέφωνα, διεύθυνσης, αλλά η ζωή είχε προγραμματίσει άλλα πράγματα γι’ αυτούς. Ούτως ή άλλως οι αποστάσεις ήταν τεράστιες, τα χρόνια πολλά και εκείνος δεν άντεχε να περιμένει.....